Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Πρόγραμμα διαχείρισης του στρες βοηθά στην πρόληψη εκδήλωσης καρδιακών παθήσεων.



Ένα πρόγραμμα γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας (CBT) με επίκεντρο τη διαχείριση του άγχους, φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο επαναλαμβανόμενων καρδιακών προσβολών και άλλων καρδιαγγειακών επεισοδίων σε ασθενείς με καρδιακή νόσο, σύμφωνα με μια έκθεση του επιστημονικού περιοδικού Archives of Internal Medicine στο τεύχος της 24ης Ιανουαρίου 2011. Το περιοδικό εκδίδεται από τον Αμερικάνικο Ιατρικό Σύλλογο.



Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 30 % του κινδύνου καρδιακής προσβολής, σύμφωνα με τις πληροφορίες του συγκεκριμένου άρθρου. «Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, που μπορεί να ευνοήσουν την αρτηριοσκλήρυνση και τις καρδιαγγειακές παθήσεις ανήκουν σε δύο γενικές κατηγορίες: Σε χρόνια στρεσογόνους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, της χαμηλής υποστήριξης από το κοινωνικό περιβάλλον, της πίεσης στο οικογενειακό περιβάλλον και της εργασιακής ανασφάλειας αφενός και σε συναισθηματικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της μείζονος κατάθλιψης, της επιθετικότητας, του θυμού και του άγχους αφετέρου".


Ο Mats Gulliksson, MD, Ph.D. και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ουψάλα στη Σουηδία, διεξήγαγαν μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας (CBT) σε δείγμα 362 ανδρών και γυναικών με εξιτήριο από το νοσοκομείο μετά από ένα στεφανιαίο επεισόδιο εντός των προηγούμενων 12 μηνών. Μια ομάδα από 192 ασθενείς επιλέχθηκαν τυχαία, για να συμμετάσχουν στη γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, το πρόγραμμα είχε πέντε βασικά συστατικά με συγκεκριμένους στόχους - την εκπαίδευση, τον αυτοέλεγχο, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, τη γνωσιακή αναδόμηση και την πνευματική ανάπτυξη - και επικεντρώθηκε στην διαχείριση του στρες, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά το άγχος και μειώνοντας την εμπειρία του καθημερινού στρες, της πίεσης του χρόνου και της εχθρότητας. Η θεραπεία πραγματοποιήθηκε σε 20 δίωρες συνεδρίες κατά τη διάρκεια ενός έτους, σε μικρές ομάδες που χωρίστηκαν κατά φύλο. Οι άλλοι 170 ασθενείς έλαβαν παραδοσιακή φροντίδα.
Κατά τη διάρκεια επαναληπτικών μετρήσεων σε διάστημα 94 μηνών κατά μέσο όρο, 23 συμμετέχοντες στην ομάδα CBT απεβίωσαν, 69 (35,9%) είχαν μη θανατηφόρο καρδιαγγειακό επεισόδιο και 41 (21,4 %) είχαν μη θανατηφόρα καρδιακή προσβολή. Αυτό συγκρίνεται με 25 θανάτους, 77 μη θανατηφόρα καρδιαγγειακά επεισόδια (45,3%) και 51 μη θανατηφόρα εμφράγματα (30%) στην ομάδα παραδοσιακής φροντίδας. Οι ασθενείς στην ομάδα CBT είχαν 41 % χαμηλότερο ποσοστό τόσο των θανατηφόρων και μη θανατηφόρων εκδηλώσεων, 45 % λιγότερες επαναλαμβανόμενες καρδιακές προσβολές και χαμηλότερο ποσοστό θανάτων (28 %) από τους ασθενείς στην παραδοσιακή ομάδα φροντίδας, ποσοστό όμως μη στατιστικά σημαντικό. Συμμετοχή σε μεγαλύτερο αριθμό θεραπευτικών συνεδριών συσχετίστηκε με μια περαιτέρω μείωση των κινδύνων.
"Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι, για να επηρεαστούν η καρδιαγγειακή και η στεφανιαία νόσος, οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι μακροχρόνιες (πιθανόν έξι έως δώδεκα μηνών), να διεξάγονται σε ομάδες και να περιλαμβάνουν ειδικές τεχνικές για την αλλαγή της συμπεριφοράς. Ένας πιθανός μηχανισμός δράσης είναι η μειωμένη συμπεριφορική και συναισθηματική αντίδραση, γεγονός που οδηγεί σε μείωση της ψυχοφυσιολογικής επιβάρυνσης στο καρδιαγγειακό σύστημα." αναφέρουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία πέρα από τη στατιστική σημαντικότητά τους, σημειώνουν οι συγγραφείς." Καταδεικνύεται η δυνατότητα αποτελεσματικής προσθήκης γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας (CBT) σε προγράμματα δευτεροβάθμιας φροντίδας μετά από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Καθώς επιτυγχάνεται καλύτερη συμμόρφωση των ασθενών στις θεραπευτικές οδηγίες οδηγούμαστε σε καλύτερη πρόγνωση», καταλήγουν οι ερευνητές.




Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Σύμφωνα με έρευνα οι διαφορές φύλου στις επιδόσεις σε διαγωνίσματα φυσικής μειώνονται με τη χρήση απλών γραπτών ασκήσεων ευαισθητοποίησης










Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα εισαγωγικά μαθήματα φυσικής στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Επίσης κατά μέσο όρο παρουσιάζουν φτωχότερες επιδόσεις στις εξετάσεις των μαθημάτων αυτών. Μία νέα έρευνα αποδίδει την ανάδυση αυτών των διαφορών πρωταρχικά σε διαφορετική προετοιμασία πριν από το πανεπιστήμιο και σε ψυχολογικούς παράγοντες όχι όμως σε διαφορά στα επίπεδα ικανότητας.
Οι επιπτώσεις αυτών των παραγόντων μπορούν να αρθούν με τη χρήση σύντομων γραπτών ασκήσεων
που επικεντρώνονται σε σημαντικές αξίες ,όπως η οικογένεια και οι φίλοι, η μάθηση ακόμη και η μουσική. Αυτές οι απλές γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης αξιών γενικά ανέβασαν το βαθμό των γυναικών από Γ σε B σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.
Τα κείμενα των γραπτών ασκήσεων στόχο είχαν να απαλλάξουν τις γυναίκες από το βάρος, που φέρουν τα αρνητικά στερεότυπα για τις γυναίκες στις θετικές επιστήμες. Επιπλέον οι επιπτώσεις των παραπάνω ασκήσεων υπήρξαν πιο ευδιάκριτες ανάμεσα σε εκείνες τις γυναίκες, που έτειναν να πιστεύουν στο στερεότυπο ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι από τις γυναίκες στη φυσική. Τα παραπάνω αποτελούν τα κεντρικά ευρήματα έρευνας που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση «Science».
Ο Akira Miyake, καθηγητής ψυχολογίας και νευροεπιστημών και κύριος ερευνητής στην έρευνα της επιθεώρησης “Science” ανέφερε ότι απλά δεν αναμένονταν τέτοιου είδους ευρήματα. Οι γυναίκες, που συμμετείχαν στην έρευνα ήσαν όλες προπτυχιακές φοιτήτριες σε γνωστικά αντικείμενα φυσικών επιστημών, τεχνολογικών επιστημών, μηχανικής και μαθηματικών. Εξαρχής ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα και διαθέτουν το κίνητρο για να επιτύχουν στις εξετάσεις, αλλά είναι εντυπωσιακή η επίδραση των παραπάνω ασκήσεων στις επιδόσεις τους.
Η Tiffany Ito, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας και νευρεπιστημών και μέλος της ερευνητικής ομάδας, σημειώνει ότι η κοινή προσδοκία ότι οι άνδρες τα καταφέρνουν καλύτερα από ό,τι οι γυναίκες στη φυσική συνιστά απειλή ταυτότητας η οποία δύναται να υπονομεύσει την προσπάθεια των γυναικών να επιτύχουν το πλήρες των δυνατοτήτων τους. Οι γυναίκες έχουν επίγνωση του στερεοτύπου και ενδεχομένως ανησυχούν ότι οι επιδόσεις τους σε ένα μάθημα φυσικής θα επιβεβαιώσουν το στερεότυπο. Το γεγονός αυτό προκαλεί στρες και άγχος, αναφέρει ο Miyake. Το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο ιδίως κοντά στην περίοδο των εξετάσεων, όταν το διακύβευμα είναι μεγάλο και οι γυναίκες γνωρίζουν ότι αξιολογούνται. Το άγχος ενδέχεται να αποσπά τις γυναίκες από την επικέντρωση στην μελέτη της εξεταστέας ύλης.
Οι γυναίκες οι οποίες μάλιστα αποτελούν μειοψηφία των φοιτητών φυσικής, επηρεάζονται επίσης από εξωτερικές ενδείξεις, συνεχίζει η Ito. Μέσα σε τάξεις που επικρατούν αριθμητικά οι άνδρες οι γυναίκες συχνά αναρωτιούνται αν οι συμφοιτητές τους υιοθετούν το στερεότυπο και τις θεωρούν λιγότερο ικανές από τους ίδιους.
Παρόλα αυτά η έρευνα δείχνει ότι όταν θωρακίζουμε την αυτοεκτίμηση των ατόμων τα προφυλάσσουμε κι από άλλες απειλές. Αναφέρει η Ito.
Ο Geoffrey Cohen , μέλος της συγγραφικής ομάδας της έρευνας, έχει μελετήσει το φαινόμενο σε μέλη εθνοτικών μειονοτήτων σε τάξεις σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο Cohen, σήμερα καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Stanford, υποστηρίζει ότι οι γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης μπορεί να λειτουργούν ιδιαίτερα ενισχυτικά. Όπως εξηγεί, οι ασκήσεις ενδέχεται να πυροδοτούν σκέψεις για τις προτεραιότητες στη ζωή και την εσωτερική ενεργοποίηση. Τα παραπάνω δρουν λυτρωτικά σε αγχογόνες καταστάσεις.
Οι φυσικοί επισημαίνουν ακόμη ότι η έρευνα αν και μείωσε δεν εξάλειψε εντελώς τις διαφορές επίδοσης ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι γυναίκες σε γενικές γραμμές εισέρχονται στα πανεπιστήμια λιγότερο προετοιμασμένες από τους άνδρες.
Η Lauren Kost-Smith, μέλος της ερευνητικής ομάδας και μεταπτυχιακή φοιτήτρια φυσικής, που τιμήθηκε με βραβείο για εξαιρετικές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες έχει εκπονήσει έρευνες για το χάσμα επιδόσεων ανάμεσα στα φύλα στις φυσικές επιστήμες. Σημείωσε ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν συνεχή υστέρηση στις επιδόσεις τους για τα πρώτα τρία έτη των σπουδών τους. Όμως οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να ερμηνευτούν μόνο με την ελλιπέστερη προετοιμασία πριν το πανεπιστήμιο.
Οι φοιτητές που καλούνταν να συντάξουν κείμενα που επιβεβαίωναν τις αξίες τους καλούνταν να συνθέσουν τα κείμενά τους χρησιμοποιώντας μία λίστα από δώδεκα αξίες που τους είχε δοθεί από τους ερευνητές από την οποία επέλεγαν τις πιο σημαντικές αξίες για να αναπτύξουν το κείμενό τους . Κάποιοι από τους συμμετέχοντες καλούνταν να επιλέξουν από τη λίστα τις λιγότερο σημαντικές αξίες για αυτούς και να συντάξουν το ένα κείμενο που να δικαιολογεί γιατί αυτές οι αξίες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για κάποιους άλλους.
Με αυτόν τον τρόπο και οι δύο ομάδες απασχολήθηκαν γράφοντας για αξίες και τη σημασία τους, όμως απαιτείτο προσωπική εμπλοκή για τη μία μόνο ομάδα, αναφέρουν οι ερευνητές. Επιπρόσθετα μετρήθηκε κατά πόσο κάθε συμμετέχοντας στην έρευνα υιοθετούσε τα στερεότυπα για μεγαλύτερες ικανότητες των ανδρών στη φυσική. Δηλαδή στην αρχή του εξαμήνου τους ζητήθηκε να απαντήσουν κατά πόσο συμφωνούν με τη δήλωση: «Σύμφωνα με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, προσδοκώ ότι οι άνδρες θα είναι καλύτεροι στη φυσική από ό,τι οι γυναίκες».
Ανάμεσα στις γυναίκες εκείνες που υιοθετούσαν ισχυρά το στερεότυπο, όσες κλήθηκαν να γράψουν για τις αξίες που τις αφορούσαν περισσότερο πέτυχαν αργότερα καλύτερους βαθμούς και επέδειξαν βαθύτερη κατανόηση της φυσικής, από ό,τι οι γυναίκες εκείνες που κλήθηκαν να συντάξουν κείμενα για αξίες που δεν τις αφορούσαν. Αναφορικά με τους άντρες οι ασκήσεις δεν επηρέασαν τους βαθμούς και την κατανόηση της φυσικής. Ο Steven Pollock, καθηγητής της φυσικής σημείωσε ότι η έρευνα αποτελεί ένα μικρό κομμάτι του προβλήματος της επικράτησης των ανδρών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες. Ο Noah Finkelstein μέλος της ερευνητικής ομάδας αν και συμφωνεί, θεωρεί ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι συναρπαστικά και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Δίνουν ελπίδες για την άμβλυνση του φαινομένου της μικρότερης προσέλκυσης γυναικών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η «Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία» αναδεικνύεται πιο αποτελεσματική για ασθενείς με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας

Ερευνητές από το νοσοκομείο Όρος Σινά ανακάλυψαν ότι η Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία, μία προσέγγιση στην οποία εφαρμόζονται οι αρχές της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας στην μάθηση δεξιοτήτων, βοηθά στη βελτίωση των συμπτωμάτων της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, περισσότερο από την απλή συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης.
Η Mary Solanto αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα ψυχιατρικής και διευθύντρια του Κέντρου Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής του νοσοκομείου Σινά εξέτασε την αποτελεσματικότητα μίας θεραπευτικής ομάδας δώδεκα εβδομάδων μεταγνωστικής κατεύθυνσης. Η παρέμβαση στόχο είχε να βελτιώσει τη διαχείριση χρόνου, την οργανωτικότητα και τις δεξιότητες σχεδιασμού σε ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής.
Μελετήθηκαν ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, οι οποίοι εντάχθηκαν τυχαία σε δύο ερευνητικές ομάδες. Στη μία εφαρμόστηκε μεταγνωστική θεραπεία και στην άλλη υποστηρικτική θεραπεία. Αυτή είναι η πρώτη φορά που καταδείχθηκε αποτελεσματικότητα μίας μη φαρμακολογικής θεραπείας για το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής ενηλίκων σε έρευνα που αντιπαρέβαλε μία θεραπευτική προσέγγιση με ομάδα ελέγχου. Η ομάδα ελέγχου λάμβανε θεραπευτικό χρόνο, προσοχή και υποστήριξη ίδιας κλίμακας.

Στην έρευνα μελετήθηκαν 88 υποκείμενα, στα οποία είχε διαγνωσθεί με αυστηρά κλινικά κριτήρια σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν μέσα από δομημένες διαγνωστικές συνεντεύξεις και τυποποιημένα ερωτηματολόγια. Αξιολογήθηκαν από έναν ανεξάρτητο κλινικό επιστήμονα μέσω μίας τυποποιημένης συνέντευξης για τα κύρια συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής. Υπήρξε επικέντρωση σε μία υποκατηγορία συμπτωμάτων, που σχετίζονται με αδυναμίες στη διαχείριση του χρόνου και στις ικανότητες οργάνωσης. Μετά από 12 εβδομάδες τα άτομα της ομάδας, που δέχθηκε μεταγνωστική θεραπεία εμφανίστηκαν σημαντικά πιο βελτιωμένα από εκείνα που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου, όπου δηλαδή είχαν δεχθεί μόνο υποστηρικτική θεραπεία.
Η μεταγνωστική θεραπεία αποτελεί μία σύγχρονη ψυχοθεραπευτική τεχνική που αναπτύχθηκε από τους ψυχολόγους Wells and Mathews τη δεκαετία του 1990. Αρχικά εφαρμόστηκε στη διαταραχή γενικευμένου άγχους αλλά σταδιακά εξελίχθηκε σε μία γενική θεραπευτική πρακτική.
Μιλώντας για μεταγνωστικές λειτουργίες αναφερόμαστε στις όψεις εκείνες των γνωστικών διεργασιών, που αναφέρονται στην ικανότητα του ανθρώπινου νου να αναστοχάζεται πάνω στην ίδια του τη γνώση. Παραδείγματα αυθόρμητων και καθημερινών μεταγνωστικών διεργασιών έχουμε, όταν αδυνατούμε να ανακαλέσουμε κάτι στη μνήμη μας, παρόλο που είμαστε βέβαιοι ότι αυτό υπάρχει αποθηκευμένο. Οι μεταγνωστικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα και μετά την εγκατάλειψη της προσπάθειας να ανακαλέσουμε το στοιχείο στη μνήμη μας, με αποτέλεσμα το όχι σπάνιο φαινόμενο αυτό να αναδυθεί αυθόρμητα, ώρες ή μέρες μετά από τη συνειδητή μας προσπάθεια.
Όπως σε όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις γνωστικού προσανατολισμού αναγνωρίζεται και εδώ ότι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως το άγχος και η κατάθλιψη οδηγούν σε δυσλειτουργικούς τρόπους σκέψης. Υπάρχει ένα διακριτό μοτίβο σκέψης που περιλαμβάνει ανησυχία, αυτομομφή, υπερβολική επικέντρωση στις απειλές της ζωής. Οι συμπεριφορές, που υιοθετεί το άτομο για να κατευνάσει τα παραπάνω τις περισσότερες φορές αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα και αντίθετα το διαιωνίζουν.
Μέσα από τη χρήση μεταγνωστικών τεχνικών, γίνεται προσπάθεια να αναδιοργανωθούν αυτά τα πρότυπα σκέψης προς πιο λειτουργικούς τρόπους οργάνωσης. Την θεραπευτική προσέγγιση στηρίζουν ερευνητικά ευρήματα για ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως η διαταραχή γενικευμένου άγχους, το σύνδρομο μετατραυματικού στρες, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κοινωνική φοβία και η τη σχετιζόμενη με την υγεία διαταραχή άγχους.

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ενήλικες με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής







Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών (Restless Legs Syndrome/ Wittmaack–Ekbom syndrome) βιώνουν μία δυσάρεστη αίσθηση στην περιοχή των ποδιών, όταν αυτά είναι ακίνητα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το δυσάρεστο βίωμα αναστέλλεται με την κίνηση και τη δραστηριοποίηση των ποδιών. Το σύνδρομο μπορεί να προκαλέσει διακοπή του ύπνου και συνακόλουθη εξάντληση και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μία γενετική και βιοχημική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην προσοχή, ανησυχία, αφηρημάδα και έντονο αυθορμητισμό.
Για τις ανάγκες της έρευνας ερευνητές του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του New Jersey εξέτασαν 56 άτομα με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών για συμπτώματα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και τα συνέκριναν με 77 άτομα που δεν έπασχαν από τη διαταραχή. 39% των ατόμων με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών πληρούσαν τα κριτήρια για πιθανή ύπαρξη διαταραχής ελλειμματικής προσοχής σε σύγκριση με ποσοστό 14% της ομάδας ελέγχου.
Εικοσιένας από τους τριαντατρείς συμμετέχοντες στις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες ελέγχου υποβλήθηκαν σε επιπρόσθετη αντικειμενική αξιολόγηση. Από αυτούς 100% των ασθενών διέθεταν προφίλ συμβατό με εκείνο της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, όπως το 86% των μελών της ομάδας ελέγχου. Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας επίσης παρουσίαζαν πιο έντονα συμπτώματα άγχους από ό,τι εκείνοι με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου.
Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής παρουσίαζαν τα συμπτώματα του συνδρόμου με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με εκείνους, που δεν έπασχαν από το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής.
Οι ερευνητές έχουν θεωρίες που ερμηνεύουν τη σύνδεση των δύο αυτών διαταραχών.Το δυσάρεστο αίσθημα που πηγάζει από το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού ενδεχομένως κάνει τα άτομα υπερκινητικά και αφηρημένα αναφέρει η συγγραφέας της έρευνας Mary L. Wagner του Πανεπιστημίου Piscataway. Η κούραση από τη διαταραχή του ύπνου ενδεχομένως κάνει τα άτομα να είναι πιο απρόσεκτα. Όμως δεν υπάρχει απόδειξη ότι το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού οδηγεί στην εκδήλωση διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Ενδέχεται οι δύο κλινικές καταστάσεις να εμφανίζονται συχνά μαζί, μέσα από μία πιθανή γενετική σύνδεση.
Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι και οι δύο καταστάσεις οφείλονται στην έλλειψη ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη συμβάλλει στην μεταφορά μηνυμάτων μέσα στον εγκέφαλο. Έλλειψη ντοπαμίνης οδηγεί σε απώλεια του ελέγχου των κινήσεων του σώματος. Στοιχείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω θεωρεία αποτελεί το γεγονός ότι και οι δύο διαταραχές αντιδρούν θετικά σε φάρμακα τα οποία προάγουν τη ντοπαμινική δράση στον εγκέφαλο.
Άτομα με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού πρέπει να εξετάζονται για διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και το αντίστροφο αναφέρει ο Wagner . Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερη διάγνωση και θεραπεία και των δύο. Ο κίνδυνος για τις δύο διαταραχές αυξάνονται όταν υπάρχει αντίστοιχο οικογενειακό ιστορικό.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Τα μέλη της ανώτερης τάξης δυσκολεύονται να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων




Τα μέλη της ανώτερης τάξης έχουν περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια και καλύτερες εργασιακές προοπτικές σε σύγκριση με τα μέλη της κατώτερης τάξης. Αυτό δε σημαίνει ότι διαθέτουν καλύτερες δεξιότητες σε όλους τους τομείς. Μία νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Psychological Science που εκδίδεται από τον αμερικάνικό σύλλογο για την ψυχολογική επιστήμη, βρίσκει ότι τα μέλη της κατώτερης τάξης μπορούν καλύτερα να ανιχνεύουν τα συναισθήματα των άλλων.
Οι ερευνητές εμπνεύστηκαν από την ιδέα ότι για τα μέλη της κατώτερης τάξης η επιτυχία εξαρτάται από την ικανότητά τους να στηρίζονται στους άλλους. Επί παραδείγματι, για εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη φύλαξη των παιδιών τους είναι κρίσιμο να βασιστούν στη βοήθεια φίλων και συγγενών για αυτή την υπηρεσία. Ο Michael W. Kraus του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, ο Stéphane Côté του Πανεπιστημίου του Τορόντο και ο Dacher Keltner του Πανεπιστημίου του Berkeley συνέγραψαν την έρευνα.
Στο πείραμα συμμετείχαν εθελοντές που εργάζονταν σε ένα πανεπιστήμιο. Κάποιοι είχαν ολοκληρώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και κάποιοι όχι. Το μορφωτικό επίπεδο χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την κατάταξη στην ανώτερη ή κατώτερη τάξη. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε μία δοκιμασία συναισθηματικής αντίληψης, κατά την οποία τους ζητήθηκε να αναγνωρίσουν συναισθήματα από φωτογραφίες προσώπων που τους επιδείχθηκαν. Τα άτομα με μεγαλύτερη μόρφωση πέτυχαν μικρότερα σκορ από εκείνα με μικρότερη μόρφωση. Σε άλλο πείραμα της έρευνας φοιτητές που ήσαν μέλη της ανώτερης τάξης (σύμφωνα με τις απαντήσεις τους σε ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς) δυσκολεύτηκαν περισσότερο να εντοπίσουν τα συναισθήματα ατόμου που συμμετείχε σε ομαδική συνέντευξη επιλογής προσωπικού το οποίο τους παρουσιάστηκε σε βίντεο.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης παρουσιάζουν φτωχά αποτελέσματα στην αναγνώριση των συναισθημάτων άλλων ανθρώπων. Οι ερευνητές ερμηνεύουν τα ευρήματα αυτά ως εξής : θεωρούν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης διευθετούν τα καθημερινά τους ζητήματα χωρίς να χρειάζονται την υποστήριξη άλλων ατόμων. Δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από άτομα του περιβάλλοντός τους και κατά συνέπεια η αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων των άλλων δεν αποτελεί κρίσιμη ανάγκη. Αντίθετα τα μέλη της κατώτερης τάξης διαρκώς εξασκούνται στην ανάγνωση των συναισθημάτων των άλλων. Μπορεί να πρόκειται για άτομα τα οποία τους υποστηρίζουν ή άτομα από τα οποία εξαρτώνται, όπως προϊστάμενοι ή εργαζόμενοι στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Η θετική απόκριση στα αιτήματά τους είναι ζωτική και επιδιώκεται μέσα από την διαρκή προσαρμογή της συμπεριφοράς τους.
Σε ένα τελευταίο πείραμα βρέθηκε ότι, όταν στα μέλη της ανώτερης τάξης χρησιμοποιείται χειρισμός για να νομίσουν ότι βρίσκονται σε κατώτερη θέση, τότε αυτά βελτιώνονται στην ικανότητά τους να αποκωδικοποιούν τις εκφράσεις των συναισθημάτων. Αυτό σύμφωνα με τον Kraus δείχνει ότι οι παραπάνω ικανότητες δεν είναι εγγενείς στον καθένα αλλά είναι το πολιτισμικό πλαίσιο που οδηγεί σε αυτές τις διαφοροποιήσεις.
Η ερευνητική αυτή προσπάθεια καταδεικνύει ότι τα στερεότυπα για τις κοινωνικές τάξεις είναι λανθασμένα. Τα μέλη των κατώτερων τάξεων παρουσιάζονται πιο ικανά τουλάχιστον σε κάποιους τομείς. Η διαφορά εδράζεται στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο ζει και δραστηριοποιείται.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Η ανθρώπινη δημιουργικότητα ενδέχεται να εξελίχθηκε ως τρόπος για τη δημιουργία δεσμού ανάμεσα σε γονείς και παιδιά







Έρευνα που χρησιμοποίησε δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν στη Disneyland καταδεικνύουν ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα ενδέχεται να εξελίχθηκε όχι ως έκφανση λειτουργιών σεξουαλικής επιλογής - όπως υποστηρίζουν ορισμένοι επιστήμονες - αλλά ως τρόπος με τον οποίο οι γονείς βοηθούνται να δημιουργήσουν δεσμό με τα παιδιά τους και να διαιωνίσουν τις γνώσεις τους, τις πολιτισμικές πρακτικές και τις παραδόσεις τους.
Ο εξελικτικός ψυχολόγος Geoffrey Miller του πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η αφήγηση ιστοριών, το χιούμορ, η μουσική, η φαντασία και η ηθική, όλα εξελίχθηκαν ως μορφές συμπεριφοράς ζευγαρώματος. Χρησιμοποίησε δεδομένα από την τουριστική βιομηχανία της Νότιας Καλιφόρνιας για να υποστηρίξει το επιχείρημά του. Παρέχει μία εξήγηση για το λόγο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τόσο μεγαλύτερος σε σχέση με το μέγεθος του υπόλοιπου σώματος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα.
Τώρα οι ανθρωπολόγοι Craig Palmer του Πανεπιστημίου του Μισούρι και Kathryn Coe του Πανεπιστημίου της Αριζόνας υποστηρίζουν μία διαφορετική θέση. Σύμφωνα με αυτούς στο πάρκο ψυχαγωγίας της Disneyland βρίσκονται συγκεντρωμένα πολλά από τα στοιχεία εκείνα που αναφέρει ο Miller και τα οποία θεωρεί ότι εξελίχθηκαν μέσα από συμπεριφορές ζευγαρώματος.
Οι Palmer και Coe υποστηρίζουν, όμως, ότι σε πάρκα όπως αυτό που προαναφέρθηκε το στοιχείο του ζευγαρώματος απουσιάζει εντελώς. Εναλλακτικά υποστηρίζουν ότι όλες οι παραπάνω όψεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας που εδράζονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο ενδεχομένως εξελίχθηκαν στο πλαίσιο της προσπάθειας των γονέων να επηρεάσουν τα τέκνα τους.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η αντίστοιχη εγκεφαλική δικτύωση αναπτύχθηκε κυρίως στην προσπάθεια των γονέων να εκπαιδεύσουν τα τέκνα τους πάνω σε παραδόσεις, οι οποίες αφορούν περιόδους πολύ μεγαλύτερες από μία ή δύο γενιές.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Η παρακολούθηση σκηνών βίας απευαισθητοποιεί τους εφήβους απέναντι στη βία της καθημερινής ζωής







Σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Social Cognitive and Affective Neuroscience (κοινωνική γνωσιακή και συναισθηματική νευροεπιστήμη) η έκθεση των νέων σε σκηνές αυτού του είδους μέσα από ποικίλα Μέσα αλλοιώνει την συναισθηματική τους απόκριση στη βία και πιθανώς προάγει επιθετικές στάσεις και συμπεριφορές.
Η προηγούμενη έρευνα έχει καταδείξει ότι οι άνθρωποι ενδέχεται να γίνονται πιο επιθετικοί και λιγότερο ευαίσθητοι στην βία της πραγματικής ζωής μετά την επανειλημμένη παρακολούθηση βίαιων Μέσων. Παρόλα αυτά λίγα είναι γνωστά για το πώς ο χρόνος της παρακολούθησης και η ένταση της βίας των εικόνων επηρεάζει των εγκέφαλο των εφήβων. «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε αυτό, επειδή η εφηβεία είναι μία περίοδος κατά την οποία ο εγκέφαλος αλλάζει και αναπτύσσεται, ιδιαίτερα στις περιοχές εκείνες που ελέγχουν το συναίσθημα, τη σχετιζόμενη με το συναίσθημα συμπεριφορά και τις αποκρίσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα» αναφέρει ο Δρ Jordan Grafman, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας.
Ο Δρ Grafman και συνάδελφοί του «στρατολόγησαν» 22 αγόρια με ηλικίες μεταξύ 14 και 17 για την έρευνα. Τα αγόρια παρακολούθησαν βίντεο με βίαιο περιεχόμενο διάρκειας τεσσάρων δευτερολέπτων. Η ένταση της βίας σε κάθε κλιπ ήταν μικρή, ήπια ή μέτρια και δεν υπήρχαν καθόλου ακραίες σκηνές. Τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν τη βία του κάθε κλιπ δηλώνοντας με το πάτημα ενός κουμπιού κατά πόσο το βίντεο που παρακολουθούσαν ήταν περισσότερο ή λιγότερο βίαιο από το προηγούμενο.
Τα αγόρια μελετήθηκαν με μαγνητική τομογραφία, με την οποία συνελέχθησαν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου τους καθώς εκείνα παρακολουθούσαν τα βίντεο. Επίσης είχαν ηλεκτρόδια συνδεδεμένα με τα δάκτυλά του χεριού για να ελεχθούν ως προς τις αποκρίσεις επιδερμικής αγωγιμότητας. Πρόκειται για μία μέθοδο μέτρησης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του δέρματος, η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με τα επίπεδα της υγρασίας της επιδερμίδας και αποτελεί έναν ευαίσθητο τρόπο μέτρησης των συναισθημάτων των ανθρώπων και των αποκρίσεών τους σε εξωτερικά και εσωτερικά ερεθίσματα.
Τα δεδομένα από τις μετρήσεις έδειξαν ότι τα αγόρια έγιναν λιγότερο ευαίσθητα απέναντι στα βίντεο, όσο περισσότερο τα παρακολουθούσαν και επίσης ότι γίνονταν λιγότερο ευαίσθητα απέναντι στα βίντεο ήπιας και μέτριας βίας αλλά όχι σε εκείνα χαμηλής βίας.
Οι ερευνητές επίσης ανακάλυψαν ότι τα αγόρια τα οποία είχαν τη μεγαλύτερη έκθεση σε βίαια μέσα στην καθημερινότητάς τους, όπως μετρήθηκε από τεστ και συνεντεύξεις με τους ερευνητές, παρουσίασαν την πιο εκτεταμένη αποευαισθητοποίηση.
Σύμφωνα με τον δόκτορα Grafman : «το πιο σημαντικό νέο εύρημα είναι ότι η έκθεση στα πιο βίαια βίντεο εμποδίζει τη συναισθηματική αντίδραση σε παρόμοια βίαια βίντεο με το πέρασμα του χρόνου και υπονοεί ότι οι τυπικοί έφηβοι θα νιώθουν λιγότερα συναισθήματα καθώς θα εκτίθενται σε παρόμοια βίντεο. Το εύρημα αυτό προκύπτει από τη μειωμένη μετέπειτα εγκεφαλική δραστηριότητα, κάτι που καταδεικνύει ότι ο μετωπιαίος λοβός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που θα έπρεπε σε ομαλές συνθήκες».
Οι συνέπειες είναι πολλές και περιλαμβάνουν την ιδέα ότι διαρκής έκθεση σε σκηνές βίας θα κάνει έναν έφηβο λιγότερο ευαίσθητο στη βία, περισσότερο δεκτικό απέναντί της και περισσότερο πιθανό ο ίδιος να προβεί σε πράξεις βίας. Το συναισθηματικό στοιχείο που συνδέεται με την επιθετικότητα αμβλύνεται. Καμία προηγούμενη έρευνα δεν έχει εξετάσει αυτή τη μορφή σε αντίστοιχη έκταση , με διερεύνηση της συμπεριφοράς και της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε εφήβους.
Καθώς η έρευνα στρατολόγησε μόνο αγόρια, δεν είναι δυνατόν να πούμε αν το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στα κορίτσια. Ο βαθμός επίπτωσης της επιθετικότητας στις γυναίκες, ακόμη και στις νεαρές έφηβες που εκτίθενται σε κάποια από τις ίδιες βιοψυχοκοινωνικές προκλήσεις με τα αγόρια, είναι χαμηλή και γεννά ερωτηματικά για το ποιοι εγκεφαλικοί μηχανισμοί συνδέονται με αυτή τη διαφορά φύλου.
Οι συγγραφείς της έρευνας συμπεραίνουν : «Υποστηρίζουμε ότι η έκθεση σε επιθετικά Μέσα καταλήγει στην άμβλυνση των συναισθηματικών αποκρίσεων, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να εμποδίσουν τη σύνδεση των επιπτώσεων της επιθετικότητας με μία κατάλληλη συναισθηματική απόκριση. Κατά συνέπεια αυξάνεται η πιθανότητα να εκλαμβάνεται ως αποδεκτή συμπεριφορά η επιθετικότητα».
Ο Δρ Grafman πιστεύει ότι τα ευρήματα της έρευνας μπορούν να γενικευτούν αναφορικά με τον τρόπο, που οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονταν σε πραγματικές συνθήκες της ζωής. Τα ηλεκτρονικά Μέσα που σχετίζονται με την επιθετικότητα πράγματι ερεθίζουν δομές του εγκεφάλου, οι οποίες κανονικά ενεργοποιούνται όταν οι άνθρωποι φαντάζονται ότι είναι επιθετικοί και επίσης όταν πραγματικά είναι επιθετικοί.