
Έφηβες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής συχνά αναπτύσσουν δυσαρέσκεια για την εικόνα του σώματός τους και διανύουν επαναλαμβανόμενες περιόδους βουλιμικής υπερφαγίας και καθαρτικών συμπεριφορών που είναι συχνές στην ψυχογενή βουλιμία αναφέρει η ψυχολόγος του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια Yee Mikami η οποία ηγήθηκε της έρευνας.
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μία διαταραχή που επηρεάζει το 5% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Η αναλογία αγοριών και κοριτσιών είναι τρία προς ένα. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται προβληματική διατήρηση της προσοχής, φτωχή οργάνωση, υπερβολική ομιλητικότητα, επιθετική συμπεριφορά διεγερτικότητα και ευερεθιστότητα. Πολλά παιδιά με τη διαταραχή αντιμετωπίζουν μία σειρά προβλημάτων που ποικίλουν από χαμηλούς βαθμούς έως κακές σχέσεις με τους γονείς και τους δασκάλους ενώ περισσότερα από τα μισά αντιμετωπίζουν πρόβλημα στη διατήρηση ποιοτικών φιλικών σχέσεων.
«Τα ευρήματά μας καταδεικνύουν ότι τα κορίτσια με τη διαταραχή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ένα ευρύτερο φάσμα προβλημάτων στην εφηβεία από ό,τι τα αγόρια» αναφέρει η Mikami. Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών διαταραχών, τα οποία ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των προβλημάτων που αγγίζουν κυρίως τα κορίτσια. Ξέρουμε ότι οι διατροφικές διαταραχές συμβαίνουν δέκα φορές περισσότερο στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια.
Επιπρόσθετα η Mikami σημειώνει ότι καθώς η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής είναι πιο συχνή στα αγόρια πολλά κορίτσια με τη διαταραχή ενδέχεται να μη διαγνωστούν και κατά συνέπεια να μη λάβουν κατάλληλη θεραπεία.
Τα κορίτσια με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν διατροφικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της εφηβείας, επειδή ήδη εμφανίζουν ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, οι οποίες τα απομακρύνουν από τους συνομηλίκους τους, αναφέρει η Mikami. Καθώς μεγαλώνουν η ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές τους ενδέχεται να εμποδίζουν τη διατήρηση υγειών διατροφικών συνηθειών και υγιούς βάρους, με αρνητικά αποτελέσματα στην αντίληψη για την εικόνα του σώματος τους και τις συνήθειες υπερφαγίας και χρήσης καθαρτικών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή δείγματος 228 κοριτσιών ποικίλης εθνοτικής προέλευσης στην περιοχή του San Francisco Bay. Από αυτά στα 140 είχε διαγνωσθεί διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Είχαν υποστεί ψυχολογική αξιολόγηση για πρώτη φορά στις ηλικίες ανάμεσα στα πέντε και δώδεκα χρόνια και είχαν επαναξιολογηθεί πέντε χρόνια μετά.
Τα κορίτσια με τον μεικτό τύπο της διαταραχής (τόσο έλλειψη προσοχής όσο και υπερκινητικότητα) είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν συμπτώματα ψυχογενούς βουλιμίας σε σύγκριση με τα κορίτσια που εμφάνιζαν τον τύπο όπου κυριαρχεί η έλλειψη προσοχής. Επίσης εκείνα που δεν έπασχαν από τη διαταραχή παρουσίαζαν μειωμένες πιθανότητες συμπτωμάτων της διαταραχής. Τα κορίτσια και με τους δύο τύπος της διαταραχής είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα, να έχουν βιώσει αυστηρή ή απορριπτική γονεϊκή φροντίδα και αποκλεισμό από τις ομάδες συνομηλίκων.
Μία επιπρόσθετη ανησυχία πηγάζει από το γεγονός ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής προκαλούν καταστολή της όρεξης, με τον κίνδυνο να γίνουν αντικείμενο κατάχρησης από τα υπέρβαρα κορίτσια για να επιτύχουν απώλεια βάρους. Βέβαια η πιθανότητα αυτή δεν έχει εξεταστεί συστηματικά.
Τα κορίτσια με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας ενδέχεται να εμφανίσουν μία σειρά από συμπτώματα όχι τυπικά για τη διαταραχή αλλά περισσότερο συχνά σε άτομα θηλυκού φύλου, όπως διατροφικές διαταραχές, κατάθλιψη και άγχος.