
Αν και οι γενετικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έκφραση των αρχικών αναγνωστικών δεξιοτήτων των παιδιών, μία νέα έρευνα σε διδύμους, ομοζυγωτικούς και διζυγωτικούς καταδεικνύει ότι το περιβάλλον παίζει σημαντικότερο ρόλο στην ανάπτυξη των αναγνωστικών δεξιοτήτων σε μεταγενέστερα στάδια.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η πρόοδος που επιτυγχάνουν τα παιδιά κατά τα πρώτα έτη της σχολικής ζωής ξεπερνά τους γενετικούς περιορισμούς, που διαφοροποιούν τα άτομα ως προς τις αναγνωστικές ικανότητες. Την έρευνα πραγματοποίησε η ομάδα του καθηγητή ανθρώπινης ανάπτυξης και επιστήμης της οικογένειας Stephen Petrill του Κρατικού Πανεπιστημίου του Οχάιο και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση “Journal of Child Psychology and Psychiatry”.
Συμμετείχαν 314 δίδυμοι από τους οποίους οι 135 ήσαν ομοζυγωτικοί και οι 179 διζυγωτικοί του ιδίου φύλου. Η συμμετοχή τους στη έρευνα ξεκίνησε, όταν εκείνοι ήσαν στο νηπιαγωγείο και διήρκεσε δύο χρόνια. Περιελάμβανε μέτρηση, τόσο των περιβαλλοντικών, όσο και των γενετικών παραγόντων, που επηρεάζουν την ανάπτυξη της ανάγνωσης. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που μετρούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα ήσαν ανάμεσα σε άλλα η φροντίδα που δέχονταν από τους γονείς, η συχνότητα με την οποία κάποιος τους διάβαζε, η γειτονιά στην οποία κατοικούσαν, η διατροφή τους και η ποιότητα της εκπαίδευσης που λάμβαναν.
Οι τακτές μετρήσεις της αναγνωστικής ικανότητας περιελάμβαναν την ταυτοποίηση γραμμάτων και λέξεων, την ικανότητα να εκφράσουν φωνητικά τους ήχους των λέξεων και την ταχύτητα με την οποία ονομάτιζαν μία σειρά από γράμματα.
Μετά την κατάλληλη στατιστική ανάλυση τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τις δραστηριότητες που απαιτούσαν μάθηση, όπως τα γράμματα και οι λέξεις η επιρροή του περιβάλλοντος υπήρξε σημαντικότερη από τους γενετικούς παράγοντες σε ποσοστό που έφτανε μέχρι και το 80%.
Ο Petrill συμπερασματικά αναφέρει ότι η κατανόηση του τρόπου που επιτυγχάνεται η ανάπτυξη των αναγνωστικών δεξιοτήτων σε σχέση με την επίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να βοηθήσει καθοριστικά στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών μεθόδων που επιτυγχάνουν πιο αποτελεσματική διδασκαλία της ανάγνωσης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η πρόοδος που επιτυγχάνουν τα παιδιά κατά τα πρώτα έτη της σχολικής ζωής ξεπερνά τους γενετικούς περιορισμούς, που διαφοροποιούν τα άτομα ως προς τις αναγνωστικές ικανότητες. Την έρευνα πραγματοποίησε η ομάδα του καθηγητή ανθρώπινης ανάπτυξης και επιστήμης της οικογένειας Stephen Petrill του Κρατικού Πανεπιστημίου του Οχάιο και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση “Journal of Child Psychology and Psychiatry”.
Συμμετείχαν 314 δίδυμοι από τους οποίους οι 135 ήσαν ομοζυγωτικοί και οι 179 διζυγωτικοί του ιδίου φύλου. Η συμμετοχή τους στη έρευνα ξεκίνησε, όταν εκείνοι ήσαν στο νηπιαγωγείο και διήρκεσε δύο χρόνια. Περιελάμβανε μέτρηση, τόσο των περιβαλλοντικών, όσο και των γενετικών παραγόντων, που επηρεάζουν την ανάπτυξη της ανάγνωσης. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που μετρούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα ήσαν ανάμεσα σε άλλα η φροντίδα που δέχονταν από τους γονείς, η συχνότητα με την οποία κάποιος τους διάβαζε, η γειτονιά στην οποία κατοικούσαν, η διατροφή τους και η ποιότητα της εκπαίδευσης που λάμβαναν.
Οι τακτές μετρήσεις της αναγνωστικής ικανότητας περιελάμβαναν την ταυτοποίηση γραμμάτων και λέξεων, την ικανότητα να εκφράσουν φωνητικά τους ήχους των λέξεων και την ταχύτητα με την οποία ονομάτιζαν μία σειρά από γράμματα.
Μετά την κατάλληλη στατιστική ανάλυση τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τις δραστηριότητες που απαιτούσαν μάθηση, όπως τα γράμματα και οι λέξεις η επιρροή του περιβάλλοντος υπήρξε σημαντικότερη από τους γενετικούς παράγοντες σε ποσοστό που έφτανε μέχρι και το 80%.
Ο Petrill συμπερασματικά αναφέρει ότι η κατανόηση του τρόπου που επιτυγχάνεται η ανάπτυξη των αναγνωστικών δεξιοτήτων σε σχέση με την επίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να βοηθήσει καθοριστικά στο σχεδιασμό εκπαιδευτικών μεθόδων που επιτυγχάνουν πιο αποτελεσματική διδασκαλία της ανάγνωσης.