Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Σύμφωνα με έρευνα οι διαφορές φύλου στις επιδόσεις σε διαγωνίσματα φυσικής μειώνονται με τη χρήση απλών γραπτών ασκήσεων ευαισθητοποίησης










Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα εισαγωγικά μαθήματα φυσικής στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Επίσης κατά μέσο όρο παρουσιάζουν φτωχότερες επιδόσεις στις εξετάσεις των μαθημάτων αυτών. Μία νέα έρευνα αποδίδει την ανάδυση αυτών των διαφορών πρωταρχικά σε διαφορετική προετοιμασία πριν από το πανεπιστήμιο και σε ψυχολογικούς παράγοντες όχι όμως σε διαφορά στα επίπεδα ικανότητας.
Οι επιπτώσεις αυτών των παραγόντων μπορούν να αρθούν με τη χρήση σύντομων γραπτών ασκήσεων
που επικεντρώνονται σε σημαντικές αξίες ,όπως η οικογένεια και οι φίλοι, η μάθηση ακόμη και η μουσική. Αυτές οι απλές γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης αξιών γενικά ανέβασαν το βαθμό των γυναικών από Γ σε B σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.
Τα κείμενα των γραπτών ασκήσεων στόχο είχαν να απαλλάξουν τις γυναίκες από το βάρος, που φέρουν τα αρνητικά στερεότυπα για τις γυναίκες στις θετικές επιστήμες. Επιπλέον οι επιπτώσεις των παραπάνω ασκήσεων υπήρξαν πιο ευδιάκριτες ανάμεσα σε εκείνες τις γυναίκες, που έτειναν να πιστεύουν στο στερεότυπο ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι από τις γυναίκες στη φυσική. Τα παραπάνω αποτελούν τα κεντρικά ευρήματα έρευνας που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση «Science».
Ο Akira Miyake, καθηγητής ψυχολογίας και νευροεπιστημών και κύριος ερευνητής στην έρευνα της επιθεώρησης “Science” ανέφερε ότι απλά δεν αναμένονταν τέτοιου είδους ευρήματα. Οι γυναίκες, που συμμετείχαν στην έρευνα ήσαν όλες προπτυχιακές φοιτήτριες σε γνωστικά αντικείμενα φυσικών επιστημών, τεχνολογικών επιστημών, μηχανικής και μαθηματικών. Εξαρχής ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα και διαθέτουν το κίνητρο για να επιτύχουν στις εξετάσεις, αλλά είναι εντυπωσιακή η επίδραση των παραπάνω ασκήσεων στις επιδόσεις τους.
Η Tiffany Ito, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας και νευρεπιστημών και μέλος της ερευνητικής ομάδας, σημειώνει ότι η κοινή προσδοκία ότι οι άνδρες τα καταφέρνουν καλύτερα από ό,τι οι γυναίκες στη φυσική συνιστά απειλή ταυτότητας η οποία δύναται να υπονομεύσει την προσπάθεια των γυναικών να επιτύχουν το πλήρες των δυνατοτήτων τους. Οι γυναίκες έχουν επίγνωση του στερεοτύπου και ενδεχομένως ανησυχούν ότι οι επιδόσεις τους σε ένα μάθημα φυσικής θα επιβεβαιώσουν το στερεότυπο. Το γεγονός αυτό προκαλεί στρες και άγχος, αναφέρει ο Miyake. Το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο ιδίως κοντά στην περίοδο των εξετάσεων, όταν το διακύβευμα είναι μεγάλο και οι γυναίκες γνωρίζουν ότι αξιολογούνται. Το άγχος ενδέχεται να αποσπά τις γυναίκες από την επικέντρωση στην μελέτη της εξεταστέας ύλης.
Οι γυναίκες οι οποίες μάλιστα αποτελούν μειοψηφία των φοιτητών φυσικής, επηρεάζονται επίσης από εξωτερικές ενδείξεις, συνεχίζει η Ito. Μέσα σε τάξεις που επικρατούν αριθμητικά οι άνδρες οι γυναίκες συχνά αναρωτιούνται αν οι συμφοιτητές τους υιοθετούν το στερεότυπο και τις θεωρούν λιγότερο ικανές από τους ίδιους.
Παρόλα αυτά η έρευνα δείχνει ότι όταν θωρακίζουμε την αυτοεκτίμηση των ατόμων τα προφυλάσσουμε κι από άλλες απειλές. Αναφέρει η Ito.
Ο Geoffrey Cohen , μέλος της συγγραφικής ομάδας της έρευνας, έχει μελετήσει το φαινόμενο σε μέλη εθνοτικών μειονοτήτων σε τάξεις σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο Cohen, σήμερα καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Stanford, υποστηρίζει ότι οι γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης μπορεί να λειτουργούν ιδιαίτερα ενισχυτικά. Όπως εξηγεί, οι ασκήσεις ενδέχεται να πυροδοτούν σκέψεις για τις προτεραιότητες στη ζωή και την εσωτερική ενεργοποίηση. Τα παραπάνω δρουν λυτρωτικά σε αγχογόνες καταστάσεις.
Οι φυσικοί επισημαίνουν ακόμη ότι η έρευνα αν και μείωσε δεν εξάλειψε εντελώς τις διαφορές επίδοσης ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι γυναίκες σε γενικές γραμμές εισέρχονται στα πανεπιστήμια λιγότερο προετοιμασμένες από τους άνδρες.
Η Lauren Kost-Smith, μέλος της ερευνητικής ομάδας και μεταπτυχιακή φοιτήτρια φυσικής, που τιμήθηκε με βραβείο για εξαιρετικές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες έχει εκπονήσει έρευνες για το χάσμα επιδόσεων ανάμεσα στα φύλα στις φυσικές επιστήμες. Σημείωσε ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν συνεχή υστέρηση στις επιδόσεις τους για τα πρώτα τρία έτη των σπουδών τους. Όμως οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να ερμηνευτούν μόνο με την ελλιπέστερη προετοιμασία πριν το πανεπιστήμιο.
Οι φοιτητές που καλούνταν να συντάξουν κείμενα που επιβεβαίωναν τις αξίες τους καλούνταν να συνθέσουν τα κείμενά τους χρησιμοποιώντας μία λίστα από δώδεκα αξίες που τους είχε δοθεί από τους ερευνητές από την οποία επέλεγαν τις πιο σημαντικές αξίες για να αναπτύξουν το κείμενό τους . Κάποιοι από τους συμμετέχοντες καλούνταν να επιλέξουν από τη λίστα τις λιγότερο σημαντικές αξίες για αυτούς και να συντάξουν το ένα κείμενο που να δικαιολογεί γιατί αυτές οι αξίες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για κάποιους άλλους.
Με αυτόν τον τρόπο και οι δύο ομάδες απασχολήθηκαν γράφοντας για αξίες και τη σημασία τους, όμως απαιτείτο προσωπική εμπλοκή για τη μία μόνο ομάδα, αναφέρουν οι ερευνητές. Επιπρόσθετα μετρήθηκε κατά πόσο κάθε συμμετέχοντας στην έρευνα υιοθετούσε τα στερεότυπα για μεγαλύτερες ικανότητες των ανδρών στη φυσική. Δηλαδή στην αρχή του εξαμήνου τους ζητήθηκε να απαντήσουν κατά πόσο συμφωνούν με τη δήλωση: «Σύμφωνα με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, προσδοκώ ότι οι άνδρες θα είναι καλύτεροι στη φυσική από ό,τι οι γυναίκες».
Ανάμεσα στις γυναίκες εκείνες που υιοθετούσαν ισχυρά το στερεότυπο, όσες κλήθηκαν να γράψουν για τις αξίες που τις αφορούσαν περισσότερο πέτυχαν αργότερα καλύτερους βαθμούς και επέδειξαν βαθύτερη κατανόηση της φυσικής, από ό,τι οι γυναίκες εκείνες που κλήθηκαν να συντάξουν κείμενα για αξίες που δεν τις αφορούσαν. Αναφορικά με τους άντρες οι ασκήσεις δεν επηρέασαν τους βαθμούς και την κατανόηση της φυσικής. Ο Steven Pollock, καθηγητής της φυσικής σημείωσε ότι η έρευνα αποτελεί ένα μικρό κομμάτι του προβλήματος της επικράτησης των ανδρών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες. Ο Noah Finkelstein μέλος της ερευνητικής ομάδας αν και συμφωνεί, θεωρεί ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι συναρπαστικά και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Δίνουν ελπίδες για την άμβλυνση του φαινομένου της μικρότερης προσέλκυσης γυναικών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η «Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία» αναδεικνύεται πιο αποτελεσματική για ασθενείς με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας

Ερευνητές από το νοσοκομείο Όρος Σινά ανακάλυψαν ότι η Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία, μία προσέγγιση στην οποία εφαρμόζονται οι αρχές της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας στην μάθηση δεξιοτήτων, βοηθά στη βελτίωση των συμπτωμάτων της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, περισσότερο από την απλή συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης.
Η Mary Solanto αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα ψυχιατρικής και διευθύντρια του Κέντρου Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής του νοσοκομείου Σινά εξέτασε την αποτελεσματικότητα μίας θεραπευτικής ομάδας δώδεκα εβδομάδων μεταγνωστικής κατεύθυνσης. Η παρέμβαση στόχο είχε να βελτιώσει τη διαχείριση χρόνου, την οργανωτικότητα και τις δεξιότητες σχεδιασμού σε ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής.
Μελετήθηκαν ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, οι οποίοι εντάχθηκαν τυχαία σε δύο ερευνητικές ομάδες. Στη μία εφαρμόστηκε μεταγνωστική θεραπεία και στην άλλη υποστηρικτική θεραπεία. Αυτή είναι η πρώτη φορά που καταδείχθηκε αποτελεσματικότητα μίας μη φαρμακολογικής θεραπείας για το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής ενηλίκων σε έρευνα που αντιπαρέβαλε μία θεραπευτική προσέγγιση με ομάδα ελέγχου. Η ομάδα ελέγχου λάμβανε θεραπευτικό χρόνο, προσοχή και υποστήριξη ίδιας κλίμακας.

Στην έρευνα μελετήθηκαν 88 υποκείμενα, στα οποία είχε διαγνωσθεί με αυστηρά κλινικά κριτήρια σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν μέσα από δομημένες διαγνωστικές συνεντεύξεις και τυποποιημένα ερωτηματολόγια. Αξιολογήθηκαν από έναν ανεξάρτητο κλινικό επιστήμονα μέσω μίας τυποποιημένης συνέντευξης για τα κύρια συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής. Υπήρξε επικέντρωση σε μία υποκατηγορία συμπτωμάτων, που σχετίζονται με αδυναμίες στη διαχείριση του χρόνου και στις ικανότητες οργάνωσης. Μετά από 12 εβδομάδες τα άτομα της ομάδας, που δέχθηκε μεταγνωστική θεραπεία εμφανίστηκαν σημαντικά πιο βελτιωμένα από εκείνα που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου, όπου δηλαδή είχαν δεχθεί μόνο υποστηρικτική θεραπεία.
Η μεταγνωστική θεραπεία αποτελεί μία σύγχρονη ψυχοθεραπευτική τεχνική που αναπτύχθηκε από τους ψυχολόγους Wells and Mathews τη δεκαετία του 1990. Αρχικά εφαρμόστηκε στη διαταραχή γενικευμένου άγχους αλλά σταδιακά εξελίχθηκε σε μία γενική θεραπευτική πρακτική.
Μιλώντας για μεταγνωστικές λειτουργίες αναφερόμαστε στις όψεις εκείνες των γνωστικών διεργασιών, που αναφέρονται στην ικανότητα του ανθρώπινου νου να αναστοχάζεται πάνω στην ίδια του τη γνώση. Παραδείγματα αυθόρμητων και καθημερινών μεταγνωστικών διεργασιών έχουμε, όταν αδυνατούμε να ανακαλέσουμε κάτι στη μνήμη μας, παρόλο που είμαστε βέβαιοι ότι αυτό υπάρχει αποθηκευμένο. Οι μεταγνωστικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα και μετά την εγκατάλειψη της προσπάθειας να ανακαλέσουμε το στοιχείο στη μνήμη μας, με αποτέλεσμα το όχι σπάνιο φαινόμενο αυτό να αναδυθεί αυθόρμητα, ώρες ή μέρες μετά από τη συνειδητή μας προσπάθεια.
Όπως σε όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις γνωστικού προσανατολισμού αναγνωρίζεται και εδώ ότι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως το άγχος και η κατάθλιψη οδηγούν σε δυσλειτουργικούς τρόπους σκέψης. Υπάρχει ένα διακριτό μοτίβο σκέψης που περιλαμβάνει ανησυχία, αυτομομφή, υπερβολική επικέντρωση στις απειλές της ζωής. Οι συμπεριφορές, που υιοθετεί το άτομο για να κατευνάσει τα παραπάνω τις περισσότερες φορές αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα και αντίθετα το διαιωνίζουν.
Μέσα από τη χρήση μεταγνωστικών τεχνικών, γίνεται προσπάθεια να αναδιοργανωθούν αυτά τα πρότυπα σκέψης προς πιο λειτουργικούς τρόπους οργάνωσης. Την θεραπευτική προσέγγιση στηρίζουν ερευνητικά ευρήματα για ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως η διαταραχή γενικευμένου άγχους, το σύνδρομο μετατραυματικού στρες, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κοινωνική φοβία και η τη σχετιζόμενη με την υγεία διαταραχή άγχους.

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ενήλικες με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής







Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών (Restless Legs Syndrome/ Wittmaack–Ekbom syndrome) βιώνουν μία δυσάρεστη αίσθηση στην περιοχή των ποδιών, όταν αυτά είναι ακίνητα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το δυσάρεστο βίωμα αναστέλλεται με την κίνηση και τη δραστηριοποίηση των ποδιών. Το σύνδρομο μπορεί να προκαλέσει διακοπή του ύπνου και συνακόλουθη εξάντληση και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μία γενετική και βιοχημική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην προσοχή, ανησυχία, αφηρημάδα και έντονο αυθορμητισμό.
Για τις ανάγκες της έρευνας ερευνητές του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του New Jersey εξέτασαν 56 άτομα με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών για συμπτώματα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και τα συνέκριναν με 77 άτομα που δεν έπασχαν από τη διαταραχή. 39% των ατόμων με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών πληρούσαν τα κριτήρια για πιθανή ύπαρξη διαταραχής ελλειμματικής προσοχής σε σύγκριση με ποσοστό 14% της ομάδας ελέγχου.
Εικοσιένας από τους τριαντατρείς συμμετέχοντες στις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες ελέγχου υποβλήθηκαν σε επιπρόσθετη αντικειμενική αξιολόγηση. Από αυτούς 100% των ασθενών διέθεταν προφίλ συμβατό με εκείνο της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, όπως το 86% των μελών της ομάδας ελέγχου. Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας επίσης παρουσίαζαν πιο έντονα συμπτώματα άγχους από ό,τι εκείνοι με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου.
Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής παρουσίαζαν τα συμπτώματα του συνδρόμου με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με εκείνους, που δεν έπασχαν από το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής.
Οι ερευνητές έχουν θεωρίες που ερμηνεύουν τη σύνδεση των δύο αυτών διαταραχών.Το δυσάρεστο αίσθημα που πηγάζει από το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού ενδεχομένως κάνει τα άτομα υπερκινητικά και αφηρημένα αναφέρει η συγγραφέας της έρευνας Mary L. Wagner του Πανεπιστημίου Piscataway. Η κούραση από τη διαταραχή του ύπνου ενδεχομένως κάνει τα άτομα να είναι πιο απρόσεκτα. Όμως δεν υπάρχει απόδειξη ότι το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού οδηγεί στην εκδήλωση διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Ενδέχεται οι δύο κλινικές καταστάσεις να εμφανίζονται συχνά μαζί, μέσα από μία πιθανή γενετική σύνδεση.
Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι και οι δύο καταστάσεις οφείλονται στην έλλειψη ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη συμβάλλει στην μεταφορά μηνυμάτων μέσα στον εγκέφαλο. Έλλειψη ντοπαμίνης οδηγεί σε απώλεια του ελέγχου των κινήσεων του σώματος. Στοιχείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω θεωρεία αποτελεί το γεγονός ότι και οι δύο διαταραχές αντιδρούν θετικά σε φάρμακα τα οποία προάγουν τη ντοπαμινική δράση στον εγκέφαλο.
Άτομα με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού πρέπει να εξετάζονται για διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και το αντίστροφο αναφέρει ο Wagner . Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερη διάγνωση και θεραπεία και των δύο. Ο κίνδυνος για τις δύο διαταραχές αυξάνονται όταν υπάρχει αντίστοιχο οικογενειακό ιστορικό.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Τα μέλη της ανώτερης τάξης δυσκολεύονται να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων




Τα μέλη της ανώτερης τάξης έχουν περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια και καλύτερες εργασιακές προοπτικές σε σύγκριση με τα μέλη της κατώτερης τάξης. Αυτό δε σημαίνει ότι διαθέτουν καλύτερες δεξιότητες σε όλους τους τομείς. Μία νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Psychological Science που εκδίδεται από τον αμερικάνικό σύλλογο για την ψυχολογική επιστήμη, βρίσκει ότι τα μέλη της κατώτερης τάξης μπορούν καλύτερα να ανιχνεύουν τα συναισθήματα των άλλων.
Οι ερευνητές εμπνεύστηκαν από την ιδέα ότι για τα μέλη της κατώτερης τάξης η επιτυχία εξαρτάται από την ικανότητά τους να στηρίζονται στους άλλους. Επί παραδείγματι, για εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη φύλαξη των παιδιών τους είναι κρίσιμο να βασιστούν στη βοήθεια φίλων και συγγενών για αυτή την υπηρεσία. Ο Michael W. Kraus του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, ο Stéphane Côté του Πανεπιστημίου του Τορόντο και ο Dacher Keltner του Πανεπιστημίου του Berkeley συνέγραψαν την έρευνα.
Στο πείραμα συμμετείχαν εθελοντές που εργάζονταν σε ένα πανεπιστήμιο. Κάποιοι είχαν ολοκληρώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και κάποιοι όχι. Το μορφωτικό επίπεδο χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την κατάταξη στην ανώτερη ή κατώτερη τάξη. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε μία δοκιμασία συναισθηματικής αντίληψης, κατά την οποία τους ζητήθηκε να αναγνωρίσουν συναισθήματα από φωτογραφίες προσώπων που τους επιδείχθηκαν. Τα άτομα με μεγαλύτερη μόρφωση πέτυχαν μικρότερα σκορ από εκείνα με μικρότερη μόρφωση. Σε άλλο πείραμα της έρευνας φοιτητές που ήσαν μέλη της ανώτερης τάξης (σύμφωνα με τις απαντήσεις τους σε ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς) δυσκολεύτηκαν περισσότερο να εντοπίσουν τα συναισθήματα ατόμου που συμμετείχε σε ομαδική συνέντευξη επιλογής προσωπικού το οποίο τους παρουσιάστηκε σε βίντεο.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης παρουσιάζουν φτωχά αποτελέσματα στην αναγνώριση των συναισθημάτων άλλων ανθρώπων. Οι ερευνητές ερμηνεύουν τα ευρήματα αυτά ως εξής : θεωρούν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης διευθετούν τα καθημερινά τους ζητήματα χωρίς να χρειάζονται την υποστήριξη άλλων ατόμων. Δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από άτομα του περιβάλλοντός τους και κατά συνέπεια η αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων των άλλων δεν αποτελεί κρίσιμη ανάγκη. Αντίθετα τα μέλη της κατώτερης τάξης διαρκώς εξασκούνται στην ανάγνωση των συναισθημάτων των άλλων. Μπορεί να πρόκειται για άτομα τα οποία τους υποστηρίζουν ή άτομα από τα οποία εξαρτώνται, όπως προϊστάμενοι ή εργαζόμενοι στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Η θετική απόκριση στα αιτήματά τους είναι ζωτική και επιδιώκεται μέσα από την διαρκή προσαρμογή της συμπεριφοράς τους.
Σε ένα τελευταίο πείραμα βρέθηκε ότι, όταν στα μέλη της ανώτερης τάξης χρησιμοποιείται χειρισμός για να νομίσουν ότι βρίσκονται σε κατώτερη θέση, τότε αυτά βελτιώνονται στην ικανότητά τους να αποκωδικοποιούν τις εκφράσεις των συναισθημάτων. Αυτό σύμφωνα με τον Kraus δείχνει ότι οι παραπάνω ικανότητες δεν είναι εγγενείς στον καθένα αλλά είναι το πολιτισμικό πλαίσιο που οδηγεί σε αυτές τις διαφοροποιήσεις.
Η ερευνητική αυτή προσπάθεια καταδεικνύει ότι τα στερεότυπα για τις κοινωνικές τάξεις είναι λανθασμένα. Τα μέλη των κατώτερων τάξεων παρουσιάζονται πιο ικανά τουλάχιστον σε κάποιους τομείς. Η διαφορά εδράζεται στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο ζει και δραστηριοποιείται.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Η ανθρώπινη δημιουργικότητα ενδέχεται να εξελίχθηκε ως τρόπος για τη δημιουργία δεσμού ανάμεσα σε γονείς και παιδιά







Έρευνα που χρησιμοποίησε δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν στη Disneyland καταδεικνύουν ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα ενδέχεται να εξελίχθηκε όχι ως έκφανση λειτουργιών σεξουαλικής επιλογής - όπως υποστηρίζουν ορισμένοι επιστήμονες - αλλά ως τρόπος με τον οποίο οι γονείς βοηθούνται να δημιουργήσουν δεσμό με τα παιδιά τους και να διαιωνίσουν τις γνώσεις τους, τις πολιτισμικές πρακτικές και τις παραδόσεις τους.
Ο εξελικτικός ψυχολόγος Geoffrey Miller του πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η αφήγηση ιστοριών, το χιούμορ, η μουσική, η φαντασία και η ηθική, όλα εξελίχθηκαν ως μορφές συμπεριφοράς ζευγαρώματος. Χρησιμοποίησε δεδομένα από την τουριστική βιομηχανία της Νότιας Καλιφόρνιας για να υποστηρίξει το επιχείρημά του. Παρέχει μία εξήγηση για το λόγο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι τόσο μεγαλύτερος σε σχέση με το μέγεθος του υπόλοιπου σώματος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα.
Τώρα οι ανθρωπολόγοι Craig Palmer του Πανεπιστημίου του Μισούρι και Kathryn Coe του Πανεπιστημίου της Αριζόνας υποστηρίζουν μία διαφορετική θέση. Σύμφωνα με αυτούς στο πάρκο ψυχαγωγίας της Disneyland βρίσκονται συγκεντρωμένα πολλά από τα στοιχεία εκείνα που αναφέρει ο Miller και τα οποία θεωρεί ότι εξελίχθηκαν μέσα από συμπεριφορές ζευγαρώματος.
Οι Palmer και Coe υποστηρίζουν, όμως, ότι σε πάρκα όπως αυτό που προαναφέρθηκε το στοιχείο του ζευγαρώματος απουσιάζει εντελώς. Εναλλακτικά υποστηρίζουν ότι όλες οι παραπάνω όψεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας που εδράζονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο ενδεχομένως εξελίχθηκαν στο πλαίσιο της προσπάθειας των γονέων να επηρεάσουν τα τέκνα τους.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η αντίστοιχη εγκεφαλική δικτύωση αναπτύχθηκε κυρίως στην προσπάθεια των γονέων να εκπαιδεύσουν τα τέκνα τους πάνω σε παραδόσεις, οι οποίες αφορούν περιόδους πολύ μεγαλύτερες από μία ή δύο γενιές.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Η παρακολούθηση σκηνών βίας απευαισθητοποιεί τους εφήβους απέναντι στη βία της καθημερινής ζωής







Σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Social Cognitive and Affective Neuroscience (κοινωνική γνωσιακή και συναισθηματική νευροεπιστήμη) η έκθεση των νέων σε σκηνές αυτού του είδους μέσα από ποικίλα Μέσα αλλοιώνει την συναισθηματική τους απόκριση στη βία και πιθανώς προάγει επιθετικές στάσεις και συμπεριφορές.
Η προηγούμενη έρευνα έχει καταδείξει ότι οι άνθρωποι ενδέχεται να γίνονται πιο επιθετικοί και λιγότερο ευαίσθητοι στην βία της πραγματικής ζωής μετά την επανειλημμένη παρακολούθηση βίαιων Μέσων. Παρόλα αυτά λίγα είναι γνωστά για το πώς ο χρόνος της παρακολούθησης και η ένταση της βίας των εικόνων επηρεάζει των εγκέφαλο των εφήβων. «Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε αυτό, επειδή η εφηβεία είναι μία περίοδος κατά την οποία ο εγκέφαλος αλλάζει και αναπτύσσεται, ιδιαίτερα στις περιοχές εκείνες που ελέγχουν το συναίσθημα, τη σχετιζόμενη με το συναίσθημα συμπεριφορά και τις αποκρίσεις σε εξωτερικά ερεθίσματα» αναφέρει ο Δρ Jordan Grafman, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας.
Ο Δρ Grafman και συνάδελφοί του «στρατολόγησαν» 22 αγόρια με ηλικίες μεταξύ 14 και 17 για την έρευνα. Τα αγόρια παρακολούθησαν βίντεο με βίαιο περιεχόμενο διάρκειας τεσσάρων δευτερολέπτων. Η ένταση της βίας σε κάθε κλιπ ήταν μικρή, ήπια ή μέτρια και δεν υπήρχαν καθόλου ακραίες σκηνές. Τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν τη βία του κάθε κλιπ δηλώνοντας με το πάτημα ενός κουμπιού κατά πόσο το βίντεο που παρακολουθούσαν ήταν περισσότερο ή λιγότερο βίαιο από το προηγούμενο.
Τα αγόρια μελετήθηκαν με μαγνητική τομογραφία, με την οποία συνελέχθησαν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου τους καθώς εκείνα παρακολουθούσαν τα βίντεο. Επίσης είχαν ηλεκτρόδια συνδεδεμένα με τα δάκτυλά του χεριού για να ελεχθούν ως προς τις αποκρίσεις επιδερμικής αγωγιμότητας. Πρόκειται για μία μέθοδο μέτρησης της ηλεκτρικής αγωγιμότητας του δέρματος, η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με τα επίπεδα της υγρασίας της επιδερμίδας και αποτελεί έναν ευαίσθητο τρόπο μέτρησης των συναισθημάτων των ανθρώπων και των αποκρίσεών τους σε εξωτερικά και εσωτερικά ερεθίσματα.
Τα δεδομένα από τις μετρήσεις έδειξαν ότι τα αγόρια έγιναν λιγότερο ευαίσθητα απέναντι στα βίντεο, όσο περισσότερο τα παρακολουθούσαν και επίσης ότι γίνονταν λιγότερο ευαίσθητα απέναντι στα βίντεο ήπιας και μέτριας βίας αλλά όχι σε εκείνα χαμηλής βίας.
Οι ερευνητές επίσης ανακάλυψαν ότι τα αγόρια τα οποία είχαν τη μεγαλύτερη έκθεση σε βίαια μέσα στην καθημερινότητάς τους, όπως μετρήθηκε από τεστ και συνεντεύξεις με τους ερευνητές, παρουσίασαν την πιο εκτεταμένη αποευαισθητοποίηση.
Σύμφωνα με τον δόκτορα Grafman : «το πιο σημαντικό νέο εύρημα είναι ότι η έκθεση στα πιο βίαια βίντεο εμποδίζει τη συναισθηματική αντίδραση σε παρόμοια βίαια βίντεο με το πέρασμα του χρόνου και υπονοεί ότι οι τυπικοί έφηβοι θα νιώθουν λιγότερα συναισθήματα καθώς θα εκτίθενται σε παρόμοια βίντεο. Το εύρημα αυτό προκύπτει από τη μειωμένη μετέπειτα εγκεφαλική δραστηριότητα, κάτι που καταδεικνύει ότι ο μετωπιαίος λοβός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που θα έπρεπε σε ομαλές συνθήκες».
Οι συνέπειες είναι πολλές και περιλαμβάνουν την ιδέα ότι διαρκής έκθεση σε σκηνές βίας θα κάνει έναν έφηβο λιγότερο ευαίσθητο στη βία, περισσότερο δεκτικό απέναντί της και περισσότερο πιθανό ο ίδιος να προβεί σε πράξεις βίας. Το συναισθηματικό στοιχείο που συνδέεται με την επιθετικότητα αμβλύνεται. Καμία προηγούμενη έρευνα δεν έχει εξετάσει αυτή τη μορφή σε αντίστοιχη έκταση , με διερεύνηση της συμπεριφοράς και της εγκεφαλικής δραστηριότητας σε εφήβους.
Καθώς η έρευνα στρατολόγησε μόνο αγόρια, δεν είναι δυνατόν να πούμε αν το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και στα κορίτσια. Ο βαθμός επίπτωσης της επιθετικότητας στις γυναίκες, ακόμη και στις νεαρές έφηβες που εκτίθενται σε κάποια από τις ίδιες βιοψυχοκοινωνικές προκλήσεις με τα αγόρια, είναι χαμηλή και γεννά ερωτηματικά για το ποιοι εγκεφαλικοί μηχανισμοί συνδέονται με αυτή τη διαφορά φύλου.
Οι συγγραφείς της έρευνας συμπεραίνουν : «Υποστηρίζουμε ότι η έκθεση σε επιθετικά Μέσα καταλήγει στην άμβλυνση των συναισθηματικών αποκρίσεων, οι οποίες με τη σειρά τους μπορεί να εμποδίσουν τη σύνδεση των επιπτώσεων της επιθετικότητας με μία κατάλληλη συναισθηματική απόκριση. Κατά συνέπεια αυξάνεται η πιθανότητα να εκλαμβάνεται ως αποδεκτή συμπεριφορά η επιθετικότητα».
Ο Δρ Grafman πιστεύει ότι τα ευρήματα της έρευνας μπορούν να γενικευτούν αναφορικά με τον τρόπο, που οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονταν σε πραγματικές συνθήκες της ζωής. Τα ηλεκτρονικά Μέσα που σχετίζονται με την επιθετικότητα πράγματι ερεθίζουν δομές του εγκεφάλου, οι οποίες κανονικά ενεργοποιούνται όταν οι άνθρωποι φαντάζονται ότι είναι επιθετικοί και επίσης όταν πραγματικά είναι επιθετικοί.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Κορίτσια με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν διατροφικές διαταραχές






Έφηβες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής συχνά αναπτύσσουν δυσαρέσκεια για την εικόνα του σώματός τους και διανύουν επαναλαμβανόμενες περιόδους βουλιμικής υπερφαγίας και καθαρτικών συμπεριφορών που είναι συχνές στην ψυχογενή βουλιμία αναφέρει η ψυχολόγος του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια Yee Mikami η οποία ηγήθηκε της έρευνας.
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μία διαταραχή που επηρεάζει το 5% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Η αναλογία αγοριών και κοριτσιών είναι τρία προς ένα. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται προβληματική διατήρηση της προσοχής, φτωχή οργάνωση, υπερβολική ομιλητικότητα, επιθετική συμπεριφορά διεγερτικότητα και ευερεθιστότητα. Πολλά παιδιά με τη διαταραχή αντιμετωπίζουν μία σειρά προβλημάτων που ποικίλουν από χαμηλούς βαθμούς έως κακές σχέσεις με τους γονείς και τους δασκάλους ενώ περισσότερα από τα μισά αντιμετωπίζουν πρόβλημα στη διατήρηση ποιοτικών φιλικών σχέσεων.
«Τα ευρήματά μας καταδεικνύουν ότι τα κορίτσια με τη διαταραχή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ένα ευρύτερο φάσμα προβλημάτων στην εφηβεία από ό,τι τα αγόρια» αναφέρει η Mikami. Υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης διατροφικών διαταραχών, τα οποία ανήκουν στην ευρύτερη ομάδα των προβλημάτων που αγγίζουν κυρίως τα κορίτσια. Ξέρουμε ότι οι διατροφικές διαταραχές συμβαίνουν δέκα φορές περισσότερο στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια.
Επιπρόσθετα η Mikami σημειώνει ότι καθώς η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής είναι πιο συχνή στα αγόρια πολλά κορίτσια με τη διαταραχή ενδέχεται να μη διαγνωστούν και κατά συνέπεια να μη λάβουν κατάλληλη θεραπεία.
Τα κορίτσια με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν διατροφικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της εφηβείας, επειδή ήδη εμφανίζουν ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, οι οποίες τα απομακρύνουν από τους συνομηλίκους τους, αναφέρει η Mikami. Καθώς μεγαλώνουν η ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές τους ενδέχεται να εμποδίζουν τη διατήρηση υγειών διατροφικών συνηθειών και υγιούς βάρους, με αρνητικά αποτελέσματα στην αντίληψη για την εικόνα του σώματος τους και τις συνήθειες υπερφαγίας και χρήσης καθαρτικών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή δείγματος 228 κοριτσιών ποικίλης εθνοτικής προέλευσης στην περιοχή του San Francisco Bay. Από αυτά στα 140 είχε διαγνωσθεί διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Είχαν υποστεί ψυχολογική αξιολόγηση για πρώτη φορά στις ηλικίες ανάμεσα στα πέντε και δώδεκα χρόνια και είχαν επαναξιολογηθεί πέντε χρόνια μετά.
Τα κορίτσια με τον μεικτό τύπο της διαταραχής (τόσο έλλειψη προσοχής όσο και υπερκινητικότητα) είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάζουν συμπτώματα ψυχογενούς βουλιμίας σε σύγκριση με τα κορίτσια που εμφάνιζαν τον τύπο όπου κυριαρχεί η έλλειψη προσοχής. Επίσης εκείνα που δεν έπασχαν από τη διαταραχή παρουσίαζαν μειωμένες πιθανότητες συμπτωμάτων της διαταραχής. Τα κορίτσια και με τους δύο τύπος της διαταραχής είχαν περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα, να έχουν βιώσει αυστηρή ή απορριπτική γονεϊκή φροντίδα και αποκλεισμό από τις ομάδες συνομηλίκων.
Μία επιπρόσθετη ανησυχία πηγάζει από το γεγονός ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής προκαλούν καταστολή της όρεξης, με τον κίνδυνο να γίνουν αντικείμενο κατάχρησης από τα υπέρβαρα κορίτσια για να επιτύχουν απώλεια βάρους. Βέβαια η πιθανότητα αυτή δεν έχει εξεταστεί συστηματικά.
Τα κορίτσια με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας ενδέχεται να εμφανίσουν μία σειρά από συμπτώματα όχι τυπικά για τη διαταραχή αλλά περισσότερο συχνά σε άτομα θηλυκού φύλου, όπως διατροφικές διαταραχές, κατάθλιψη και άγχος.

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Προκλήσεις για την Οργανωτική Ψυχολογία

Στις 10 Μαΐου πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ημερίδα του Πανελλήνιου Ψυχολογικού Συλλόγου με σκοπό την ενημέρωση φοιτητών πολιτικής νεολαίας για τις δραστηριότητες του συλλόγου. Στα πλαίσια αυτής της ημερίδας εκφώνησα ομιλία για τις προκλήσεις που προκύπτουν για την Οργανωτική Ψυχολογία τον καιρό της οικονομικής κρίσης. Παραθέτω το κείμενο της ομιλίας:


Αγαπητοί φίλοι

Ως ομιλητής εδώ σήμερα θα ήθελα να σας παρουσιάσω ορισμένα στοιχεία, που η Οργανωτική Ψυχολογία μπορεί να προσφέρει στην προσπάθεια ανασύνταξης και ανασυγκρότησης σε καιρούς οξύτατης οικονομικής κρίσης.
Όμως πριν από αυτό θα ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλοι κατανοούμε τι ακριβώς είναι η Οργανωτική Ψυχολογία. Αν και μιλώ σε φοιτητές Ψυχολογίας δεν θεωρώ αυτή τη γνώση ως δεδομένη. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές παρανοήσεις. Μπορώ να σας αναφέρω μία μεγάλη πρωταρχική παρανόηση, που και εγώ είχα, όταν μπήκα στο χώρο. Θεωρούσα ότι η Οργανωτική Ψυχολογία ασχολείται κυρίως με το άγχος στον εργασιακό χώρο, την επίπτωσή του στον εργαζόμενο και την αντιμετώπισή του σε ατομικό επίπεδο.
Αν και το εργασιακό άγχος σίγουρα αποτελεί αντικείμενο της Οργανωτικής Ψυχολογίας η αντιμετώπισή του σε ατομικό επίπεδο δεν ανήκει στις αρμοδιότητες ενός Οργανωτικού Ψυχολόγου. Οι κλάδοι της εφαρμοσμένης ψυχολογίας με επικέντρωση στο άτομο είναι αυτοί της Κλινικής Ψυχολογίας (Clinical Psychology) και της Εργασιακής Ψυχολογίας της Υγείας (Occupational Health Psychology). Οι παρεμβάσεις της Οργανωτικής Ψυχολογίας ξεδιπλώνονται στο επίπεδο του οργανισμού, ως σύνολο. Αντίστοιχα και η έρευνα προσανατολίζεται προς την ίδια κατεύθυνση.
Η Οργανωτική Ψυχολογία είναι ένας από τους κυριότερους κλάδους της εφαρμοσμένης ψυχολογίας, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Αν και ο πιο γνωστός κλάδος με τους περισσότερους Ψυχολόγους είναι εκείνος της Κλινικής Ψυχολογίας, ο κλάδος της Οργανωτικής Ψυχολογίας είναι εκείνος με τις καλύτερες απολαβές. Στις Η.Π.Α η διαφορά ανάμεσα στους δύο κλάδους κατά μέσο όρο αγγίζει το 25%. Οργανωτικούς Ψυχολόγους χρησιμοποιούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και δημόσιοι οργανισμοί, τουλάχιστον σε χώρες, όπου έχει εκτιμηθεί η συνεισφορά τους, τόσο στην αξιολόγηση της παραγωγικότητας όσο και τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών για τους εργαζομένους.
Είναι δυνατόν να προσεγγίζουμε την Οργανωτική Ψυχολογία από δύο οπτικές. Από την πλευρά της διοίκησης και από την πλευρά του εργαζομένου. Σήμερα γίνεται αποδεκτό ότι τα συμφέροντα των δύο πλευρών μπορούν να καταστούν συμβατά, υπό κάποιες προϋποθέσεις. Όμως αυτές οι δύο οπτικές ιστορικά είχαν διαφορετικές αφετηρίες, ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και μόνο τελευταία κατάφεραν να συνδυαστούν θεωρητικά και πρακτικά.
Από την πλευρά της διοίκησης, η επιστήμη της συμπεριφοράς, η Ψυχολογία θεωρήθηκε ένα εργαλείο, που θα μπορούσε να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας. Οι τρόποι που θα το έκαναν εφικτό ήσαν η αποτελεσματική επιλογή προσωπικού, η αποδοτική εκπαίδευση και ο σωστός σχεδιασμός της εργασίας. Από την άλλη πλευρά, όσοι επικεντρώθηκαν στους εργαζόμενους ανέπτυξαν διαφορετική στοχοθεσία. Μελέτησαν τους τρόπους με τους οποίους θα βελτιωνόταν το εργασιακό περιβάλλον, θα μειωνόταν η επαναληπτικότητα της εργασίας, θα αναπτυσσόταν η επικοινωνία και θα αμβλύνονταν οι αγχογόνοι παράγοντες.
Σήμερα επικρατεί η θέση ότι η ικανοποίηση από το εργασιακό περιβάλλον είναι αλληλένδετη με την υψηλή παραγωγικότητα. Με αυτήν την έννοια οι κύριες δραστηριότητες των Οργανωτικών Ψυχολόγων είναι δυνατόν να προάγουν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Ας εξετάσουμε λίγο περισσότερο αυτές τις δραστηριότητες.
Η ανάλυση εργασίας (job analysis) αποτελεί μία βασική ενέργεια στα πρώτα βήματα για την πλήρωση μίας θέσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι για να επιτελέσει κάποιος μια εργασία απαιτούνται συγκεκριμένες γνώσεις. Για τους Οργανωτικούς Ψυχολόγους αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Πέρα από τις γνώσεις υπάρχουν κάποια ακόμη στοιχεία απαραίτητα για την ικανοποιητική απόδοση. Δεξιότητες, ικανότητες, χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Επί παραδείγματι το επάγγελμα του λογιστή απαιτεί φυσικά επαρκή γνώση λογιστικής. Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται δεξιότητες χρήσης Η.Υ. Οι επικοινωνιακές δεξιότητες δεν αποτελούν πρωταρχικό παράγοντα, καθώς ένας λογιστής μπορεί να εργάζεται σχετικά απομονωμένος. Σε αυτήν την περίπτωση μία εσωστρεφής δομή προσωπικότητας δεν θα αποτελούσε εμπόδιο. Τα παραπάνω εξετάζονται από τον Οργανωτικό Ψυχολόγο. Χρησιμοποιεί δεδομένα από οργανωμένες βάσεις ή όταν η θέση εργασίας διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μπορεί να εφαρμόσει πιο περίπλοκες μεθοδολογίες όπως παρατήρηση, ανάλυση δειγμάτων έργου. Γενικά η συνεισφορά του συνίσταται στο ότι εξετάζει σφαιρικά και ενδελεχώς τις συμπεριφορές που σχετίζονται με μία εργασία.
Με παρόμοιο τρόπο ενεργεί και στις υπόλοιπες από τις βασικές αρμοδιότητες του σ’ έναν οργανισμό. Όταν σχεδιάζει ή εφαρμόζει μία μέθοδο επιλογής προσωπικού ή όταν αναλαμβάνει την αξιολόγηση του προσωπικού. Όταν αναπτύσσει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης ή όταν αξιολογεί τις επιπτώσεις πάνω στους εργαζομένους μίας αλλαγής στην οργάνωση. Είναι εκείνος που εφαρμόζει την επιστημονική μέθοδο με έντονο εμπειρικό προσανατολισμό στο χώρο των οργανώσεων, όπου πολύ συχνά επικρατεί μια υπερεκτίμηση του ορθολογικού στοιχείου του ανθρώπου.
Τα παραπάνω βρίσκουν εφαρμογή σε πλαίσια, όπου η Οργανωτική Ψυχολογία έχει καταξιωθεί ως χρήσιμη πρακτική. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ακόμη στη χώρα μας. Στην καλύτερη περίπτωση θα λέγαμε ότι τώρα κρίνεται το κατά πόσο μπορεί να βρει τη θέση της στους σύγχρονους ελληνικούς οργανισμούς.
Βέβαια το αν και κατά πόσο θα καθιερωθεί, δεν αποτελεί αποτέλεσμα μόνο προσπαθειών του ίδιου του κλάδου, συνδικαλιστικών φορέων ή της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές ενδέχεται να δρομολογήσουν εξελίξεις, οι οποίες ως τώρα παρέμεναν λανθάνουσες. Η οξύτατη οικονομική κρίση που διερχόμαστε αυτήν την περίοδο, αποτελεί ένα γεγονός με βαθύτατες κοινωνικές επιπτώσεις. Ανέδειξε τις θεμελιώδεις αδυναμίες της οικονομίας μας, αλλά φώτισε και αρνητικές όψεις της συνολικής οργάνωσης του κράτους.
Μία από αυτές τις αδυναμίες, που ακούγεται πια συχνά είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Εξίσου σημαντικό πρόβλημα, με ακόμη ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις αποτελεί η έλλειψη αξιοκρατίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Δεν θα ισχυριστώ ότι η Οργανωτική Ψυχολογία έχει τις λύσεις για αυτά τα μείζονα προβλήματα, αλλά σίγουρα μπορεί να συμβάλει σημαντικά. Η επιτακτικότητα των εξελίξεων απαιτεί μία εκ βάθρων αλλαγή πρακτικών και νοοτροπιών. Σταδιακά ωριμάζει η αποδοχή της ανάγκης για αυτές τις αλλαγές. Σε ένα τέτοιο νέο περιβάλλον η εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων στη θέση ζημιογόνων και απαρχαιωμένων πρακτικών έχει νόημα.
Ας δούμε όμως πιο πρακτικά τις ευκαιρίες που προκύπτουν για την Οργανωτική Ψυχολογία στην ελληνική κοινωνία.Όλοι έχουμε λίγο πολύ εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται οι θέσεις εργασίας στη χώρα μας. Στις περιπτώσεις που επικρατεί η αναξιοκρατία δεν τίθεται καν θέμα τοποθέτησης του κατάλληλου ατόμου στη σωστή θέση ανάλογα με τις γνώσεις και τις δεξιότητές του. Όμως ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρούμε ότι ισχύουν αξιοκρατικά κριτήρια, υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που δεν εξετάζονται. Περιγράφοντας ένα σύστημα επιλογής προσωπικού, που ακολουθεί τις επιστημονικές αρχές της Οργανωτικής Ψυχολογίας μπορούμε να εντοπίσουμε σημαντικές αδυναμίες των σημερινών πρακτικών.
Αρχικά ο Οργανωτικός Ψυχολόγος, που θα εμπλακεί στη διαδικασία επιλογής προσωπικού θα πρέπει να διαθέτει μία λεπτομερή περιγραφή της εργασίας (job description). Όπως προανέφερα, η διαδικασία μέσα από την οποία προκύπτει η παραπάνω περιγραφή ονομάζεται ανάλυση εργασίας (job analysis). Ένας οργανισμός μπορεί να διαθέτει έτοιμη περιγραφή εργασίας, έχοντας πραγματοποιήσει αναλύσεις στο παρελθόν. Αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει ο Οργανωτικός Ψυχολόγος θα αναλάβει να πραγματοποιήσει τη διαδικασία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρειάζεται μία περιγραφή, η οποία να μην περιορίζεται απλά στις πανεπιστημιακές ή άλλες γνώσεις που χρειάζεται να διαθέτει ο υποψήφιος αλλά να διαθέτει πολύ πιο πλούσια στοιχεία που περιλαμβάνουν δεξιότητες, χαρακτηριστικά προσωπικότητας και επιθυμητές συμπεριφορές. Στην ελληνική πραγματικότητα ελάχιστα χρησιμοποιούνται οι περιγραφές εργασίας. Στο δημόσιο τομέα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Επί παραδείγματι, όταν προσλαμβάνεται ένας υπάλληλος γραφείου δεν εξετάζεται κατά πόσο η θέση απαιτεί δεξιότητες επικοινωνίας και επαφής με το κοινό. Δεν διερευνάται η εργασία για να φανεί κατά πόσο απαιτείται από εκείνον να διαθέτει δημιουργική σκέψη και δεξιότητες στην επίλυση προβλήματος ή απαιτείται η ικανότητα να εκτελεί κανείς με σχολαστικότητα εντολές. Το αν η θέση απαιτεί ηγετικές ή όχι ικανότητες δεν εξετάζεται με κανένα τρόπο.
Ο Οργανωτικός Ψυχολόγος διαθέτει μία σειρά από τεχνικές για να εξετάσει σε αντιπαραβολή τα χαρακτηριστικά της εργασίας μες τα χαρακτηριστικά του ατόμου που ενδιαφέρεται για εκείνη. Στόχος είναι να επιτευχθεί ο ιδανικός συνδυασμός που θα εξασφαλίσει ικανοποίηση του ατόμου από την εργασίας του, μείωση της εγκατάλειψης της θέσης και αυξημένη παραγωγικότητα.
Οι ψυχομετρικές δοκιμασίες αποτελούν ένα από τα πιο ισχυρά όπλα του Οργανωτικού Ψυχολόγου. Τεστ νοημοσύνης, προσωπικότητας, συντονισμού επιλέγονται, χορηγούνται και ερμηνεύονται από τον οργανωτικό ψυχολόγο στην προσπάθεια αναζήτησης των χαρακτηριστικών. Παρά τις κριτικές που έχουν δεχθεί κατά καιρούς τα τεστ εξασφαλίζουν εχέγγυα αντικειμενικότητας και κατ' επέκταση αξιοκρατίας, ενώ όταν συνδυάζονται με άλλες τεχνικές δίνουν αποτελέσματα με πλούτο και νόημα.
Μία ακόμη ιδιαίτερα επιτυχημένη τεχνική για την επιλογή προσωπικού αποτελούν τα κέντρα αξιολόγησης. Με τον όρο δεν περιγράφεται κάποιος χώρος αλλά μία διαδικασία που περιλαμβάνει ασκήσεις, όπου αξιολογείται η συμβατότητα του υποψηφίου με τη θέση εργασίας. Στα κέντρα αξιολόγησης ο υποψήφιος λειτουργεί σε ρεαλιστικές συνθήκες επιτρέποντας τη συλλογή πληθώρας πληροφοριών, που ενδιαφέρουν τον οργανωτικό ψυχολόγο.
Ακόμη τα δείγματα έργου αποτελούν μία τεχνική, που διαφυλάσσει την αξιοκρατία. Ούτε αυτά έχουν τύχει ευρείας διάδοσης στην Ελλάδα, με εξαίρεση τις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπου εφαρμόζονται συχνά για την επιλογή δακτυλογράφου. Παρόλα αυτά πρόκειται για μία τεχνική που επιτρέπει στον υποψήφιο να παρουσιάσει την εργασία του σε ρεαλιστικές συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης τόσο ανάμεσα σε στους υποψηφίους, όσο και ανάμεσα στο έργο του υποψηφίου και τις απαιτήσεις της εργασίας.
Μέχρι και η πολυσυζητημένη συνέντευξη βρίσκει εφαρμογή στην επιλογή προσωπικού. Στα πλαίσια της εκπαίδευσής τους οι οργανωτικοί ψυχολόγοι αποκτούν τη δυνατότητα να αξιολογούν τα οφέλη και τα μειονεκτήματα από το βαθμό δόμησης μίας συνέντευξης. Οι περισσότερο δομημένες συνεντεύξεις επιλογής προσωπικού γενικά θεωρούνται πιο έγκυρες και αξιόπιστες. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου οι λιγότερο δομημένες συνεντεύξεις ενδείκνυνται σε μεγαλύτερο βαθμό για τους στόχους της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση ο Οργανωτικός Ψυχολόγος μπορεί να χρησιμοποιεί εναλλακτικά και τους δύο τύπους, χωρίς να διακυβεύεται η αντικειμενικότητα της διαδικασίας.
Κατανοούμε ότι η επιλογή των παραπάνω στον τρόπο επιλογής των εργαζομένων θα αποτελούσε μία λύση στο πρόβλημα της αναξιοκρατίας, το οποίο ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε, από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Η παρούσα οικονομική συγκυρία όμως αποτελεί ιδανική ευκαιρία να αντιμετωπιστούν τέτοιου είδους αδυναμίες της ελληνικής πραγματικότητας. Η αξιοποίηση της οργανωτικής ψυχολογίας αποτελεί δείγμα ότι μία πολιτική ηγεσία επιθυμεί σοβαρά να προχωρήσει σε ανατροπές.
Ένας ακόμη τομέας, ο οποίος παρουσιάζει τρομερές ελλείψεις είναι αυτός της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που συμβαίνει αυτό: Μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις, δημιουργία trust και πολλά άλλα που σχετίζονται με την αδυναμία του ανταγωνισμού να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Ένας από τους παράγοντες που επιδρούν στην παραγωγικότητα των εργαζομένων και ενδιαφέρει τον οργανωτικό ψυχολόγο αποτελεί η σχεδόν καθολική απουσία αξιολόγησης που παρατηρείται σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα. Στον ιδιωτικό τομέα η αξιολόγηση εφαρμόζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις με αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Στο δημόσιο τομέα η αξιολόγηση είναι μάλλον επιφανειακή και προσχηματική. Όπως και στην περίπτωση της επιλογής προσωπικού έτσι και στην αξιολόγηση η Οργανωτική Ψυχολογία διαθέτει μία σειρά από κατάλληλες μεθόδους και τεχνικές.
Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα παρουσιάζονται ισχυρά αντανακλαστικά αντίστασης στην αξιολόγηση μέσα από συντεχνιακές κυρίως νοοτροπίες. Μέσα στις συνθήκες τούτης της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης η αναγνώριση της αντιπαραγωγικής διάστασης της αντίστασης στην αξιολόγηση ενδέχεται να οδηγήσει σε κάμψη της. Η υιοθέτηση της αξιολόγησης σε κάθε τομέα της παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να επιφέρει μία σειρά από ευεργετικές εξελίξεις. Η αποσύνδεση των προαγωγών από την απλή χρονολογική ωρίμανση και η σύνδεσή τους με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης είναι ένα από αυτά. Επίσης η ενίσχυση των κινήτρων για αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από εφαρμογή συστημάτων bonus δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς την ύπαρξη ενός συστήματος αξιολόγησης της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Τέλος η ανατροφοδότηση που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο τέλος μίας διαδικασίας αξιολόγησης αποτελεί από μόνη της μία ευκαιρία στοχευμένης ανάπτυξης και εξέλιξης στους τομείς που κάποιος υστερεί.
Οι οργανωτικοί ψυχολόγοι αναπτύσσουν κριτήρια για το τι σημαίνει ικανοποιητική απόδοση σε μία εργασία. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Τα κριτήρια μπορεί να αφορούν μία θέση εργασίας ως σύνολο η εναλλακτικά πιο στοχευμένα κριτήρια για συγκεκριμένα καθήκοντα εντός μίας θέσης. Στην περίπτωση που ο στόχος εντοπίζεται στην ανάπτυξη ενός εργαζομένου η μέτρηση της απόδοσης σε συγκεκριμένα καθήκοντα προτιμάται καθώς έτσι εντοπίζονται τα δυνατά και τα αδύναμα σημεία κάποιου. Τότε η ανατροφοδότηση είναι πολύ πιο στοχευμένη.
Αν και συνήθως οι υφιστάμενοι αξιολογούνται από τους προϊσταμένους τους νέες μορφές αξιολόγησης, όπως αυτή των 360 μοιρών δίνουν τη δυνατότητα πολύ πιο πολύπλευρης προσέγγισης. Εδώ κάποιος αξιολογείται από τους προϊσταμένους, τους υφισταμένους και τους ομοβάθμιους του. Παρατηρούμε μία προσπάθεια για την ύπαρξη πολλών ταυτόχρονα αξιολογητών και τεχνικών, κάτι που στόχο έχει την πολύπλευρη και αντικειμενική διαδικασία αξιολόγησης.
Η επιλογή και η αξιολόγηση προσωπικού φυσικά δεν αποτελούν τις μοναδικές αρμοδιότητες ενός Οργανωτικού Ψυχολόγου. Επέμεινα όμως καθώς στους τομείς αυτούς παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες προκλήσεις την περίοδο τούτη της έντονης κρίσης. Οποιαδήποτε διακήρυξη για εκ θεμελίων ανασυγκρότηση του κράτους και της αγοράς εργασίας θα παραμείνει κενό γράμμα αν δεν υπάρξουν δραματικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο επιλέγονται και αξιολογούνται οι εργαζόμενοι. Στην περίπτωση λοιπόν που υπάρξει η πολιτική βούληση για αλλαγή ο ρόλος της οργανωτικής ψυχολογίας θα είναι σημαντικός. Αν αγνοηθεί και οι σχετικοί σχεδιασμοί γίνουν χωρίς να ληφθούν υπόψη τα πορίσματά της θα έχει χαθεί μία ευκαιρία ουσιαστικού εκσυγχρονισμού. Ο πλούτος συσσωρευμένης γνώσης που διαθέτει η επιστήμη της Ψυχολογίας καθιστά κάθε παρέμβαση στο επίπεδο της ανθρώπινης συμπεριφοράς πεδίο δυνητικής εφαρμογής των αρχών της. Επίσης ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της εξασφαλίζει ότι το τεχνοκρατικό στοιχείο δεν θα υπερβεί τα όρια που προσήκουν.
Κατανοούμε λοιπόν ότι η Οργανωτική Ψυχολογία μπορεί να ανθίσει και να προσφέρει τα μέγιστα μέσα σε ένα ριζικά νέο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Διανύουμε ακριβώς την περίοδο εκείνη που θα αποσαφηνιστεί κατά πόσο θα δημιουργηθεί ένα τέτοιο περιβάλλον ή θα συνεχισθεί η εφαρμογή αποτυχημένων και αδιέξοδων πρακτικών.

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Έκθεση "Παιδιαδρομή"



Πραγματοποιήθηκε στο Ζάπειο Μέγαρο έκθεση για το παιδί υπό την αιγίδα του Πανελλήνιου Ψυχολογικού Συλλόγου και του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων. Στις παράλληλες εκδηλώσεις προγραμματίστηκε ομιλία μου που τελικά για τεχνικούς λόγους δεν πραγματοποιήθηκε. Παραθέτω το κείμενο της ομιλίας:

Αγαπητοί φίλοι

Έχουμε συγκεντρωθεί εδώ, άνθρωποι με πολλές διαφορετικές ιδιότητες, αλλά με ένα βασικό κοινό σημείο: το ενδιαφέρον μας για το παιδί. Στους διαδρόμους της έκθεσης γίνεται ολοφάνερο ότι αυτό το ενδιαφέρον παίρνει πολλές μορφές. Όλες τους αποτελούν εγχειρήματα με κεντρικό άξονα και στόχο την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού.
Συνηθίζουμε πια να διακρίνουμε την ανάπτυξη του παιδιού σε διάφορους τομείς. Σωματική, συναισθηματική, γνωστική και κοινωνική. Οι γονείς επιθυμούν να βλέπουν τα παιδιά τους να αναπτύσσονται ισόρροπα σε όλους τους τομείς. Για πολλούς αυτή η προσπάθεια σημαίνει κόπο και ενασχόληση με προσήλωση. Για κάποιους ακόμη και πηγή άγχους, καθώς πάντα υπάρχει κάτι που πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν καλύτερα, κάτι που θεωρούν ότι δεν έκανα σωστά. Είναι ελπιδοφόρο να βλέπουμε ότι μία κοινωνία προσανατολίζει τη δράση της με γνώμονα την ευτυχία των παιδιών. Φαίνεται τόσο θεμελιώδες ως πρόταγμα και αβίαστα φυσικό και αυτονόητο. Ήταν όμως πάντα έτσι; Όλοι αναγνωρίζουμε ότι πια ασχολούμαστε περισσότερο με τα παιδιά. Πρόκειται όμως για μία ποσοτική αλλαγή ή για μία αλλαγή της ποιότητας των στάσεών μας απέναντι στα παιδιά και την παιδική ηλικία;
Συνηθίζουμε να εκλαμβάνουμε τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός μας λίγο-πολύ ως αναλλοίωτα. Όμως οι στάσεις και οι αναπαραστάσεις μας συχνά υφίστανται δραματικές μεταβολές στο πέρασμα του χρόνου. Κάτι τέτοιο φαίνεται να ισχύει και για την παιδική ηλικία. Αυτό που οι περισσότεροι μοιραζόμαστε ως εικόνα της παιδικότητας, με κοινά χαρακτηριστικά, που όλοι αναγνωρίζουμε δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποιοι θεωρητικοί πιστεύουν ότι είναι δημιούργημα των τελευταίων τριών αιώνων. Αυτό ακριβώς θα ήθελα να διερευνήσουμε λίγο βαθύτερα. Κατανοώντας τους τρόπους με τους οποίους έχουμε αλλάξει συλλογικά, κατανοούμε ποιοι είμαστε στο εδώ και τώρα.
Στην προσπάθειά μας αυτή θα σας ζητούσα να φέρετε στο μυαλό σας μία νοερή εικόνα. Ένα μεσαιωνικό πίνακα, τον οποίο θα σας περιγράψω. Πρόκειται γα μία τυπική απεικόνιση παιδιού με ηλικία γύρω στα επτά έτη. Αν παρατηρήσουμε το παιδί της εικόνας του πίνακα Θα διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία θα μας κάνουν εντύπωση. Το παιδί δεν έχει ίχνος αυτού που σήμερα ονομάζουμε παιδικότητα. Πρόκειται για την ακρίβεια για μία μικρογραφία ενήλικα. Η έκφραση, η διάπλαση και η ενδυμασία, όλα παραπέμπουν σε ενήλικα, ο οποίος απλά έχει αποτυπωθεί σε μικρότερη κλίμακα.
Οι κριτικοί της τέχνης είχαν από καιρό παρατηρήσει αυτό το φαινόμενο. Είχαν όμως δώσει μία ανεπαρκή μάλλον ερμηνεία. Θεωρούσαν ότι οι καλλιτέχνες στερούνταν της τεχνικής για την απεικόνιση μικρών παιδιών. Αυτό το αβασάνιστο συμπέρασμα όμως φαίνεται προβληματικό. Υπήρχαν τότε πρωτομάστορες με ανεπτυγμένες απεικονιστικές ικανότητες. Πώς ήταν δυνατόν αυτοί να μην μπορούν να αναπαραστήσουν με κάποιο τρόπο ένα παιδί; Η ερμηνεία θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον αλλού.
Ένας Γάλλος στοχαστής ο Philippe Ariès πρότεινε στη δεκαετία του 1960 μία προκλητική και πρωτότυπη ερμηνεία. Αφιέρωσε μεγάλο μέρος από τη ζωή και το έργο του στη στοιχειοθέτηση αυτής της θεωρίας. Αναρωτήθηκε: Μήπως δεν ήταν τεχνική αδυναμία αυτό που εμπόδιζε του καλλιτέχνες να ζωγραφίσουν ένα μικρό παιδί; Μήπως απλά δεν μπορούσαν να το κάνουν γιατί η έννοια της παιδικότητας ήταν για αυτούς κάτι ανύπαρκτο. Φυσικά αν κάποιοι καλλιτέχνες δεν μπορούσαν να συλλάβουν την έννοια της παιδικότητας, τούτο δεν αποτελούσε δυσκολία δική τους αλλά έκφραση μία ολόκληρης κοινωνίας για την οποία η παιδικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα, ήταν άγνωστη.
Φυσικά δεν αναφερόμαστε στη βιολογική διάσταση της παιδική ηλικίας, η οποία συνιστά ένα φυσικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εννοούμε την κοινωνική της διάσταση, η οποία εκφράζεται μέσα από στάσεις απέναντι στα παιδιά και αναπαραστάσεις για το πώς αυτά είναι ή πρέπει να είναι. Σε ποιο άραγε βαθμό μοιραζόμαστε αυτές τις στάσεις και τις αναπαραστάσεις με τους ανθρώπους του παρελθόντος;
Ο Ariès εντοπίζει και άλλα στοιχεία για να υποστηρίξει ότι η εικόνα που μοιραζόμαστε για την παιδική ηλικία άρχισε να συντίθεται σταδιακά μετά τον 17ο αιώνα. Ανέδειξε το γεγονός ότι η αναγεννησιακή τέχνη διαθέτει ελάχιστες απεικονίσεις μικρών παιδιών, αν και διαθέτει πληθώρα απεικονίσεων βρεφών με πρώτο παράδειγμα εκείνο του Θείου Βρέφους. Θεωρώ ότι ανατρέχοντας στις συλλογικές μας αναμνήσεις μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το παραπάνω εύρημα του Ariès . Όλοι μας μπορούμε να ανασύρουμε μνήμες από αναπαραστάσεις του Ιησού, τόσο βυζαντινής, όσο και δυτικής τεχνοτροπίας, σε βρεφική ηλικία. Πόσοι όμως θυμούνται ιερές εικόνες που παρουσιάζουν τον Ιησού στην ηλικία των επτά, οκτώ ή εννέα ετών; Οι σημερινές εικόνες συνεχίζουν μία εικονογραφική παράδοση αιώνων, γεγονός που μας επιτρέπει να δούμε πώς έβλεπαν τον κόσμο οι άνθρωποι του παρελθόντος.
Ο Ariès παρατήρησε ότι από το 17ο αιώνα και μετά οι απεικονίσεις μικρών παιδιών αυξάνονται δραματικά. Δείγμα του ότι ο Αναγεννησιακός κόσμος αρχίζει να αναγνωρίζει το παιδί σαν κάτι το ξεχωριστό. Πριν εξετάσουμε τη νέα εικόνα του παιδιού που σταδιακά άρχισε να συντίθεται, θα ήταν ενδιαφέρον να επιμείνουμε στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από την έλευση των μοντέρνων χρόνων.
Ένα άλλος θεωρητικός ο De Mause την περιγράφει ως εξής: «Η ιστορία της παιδικής ηλικίας είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο μόλις πρόσφατά ξυπνήσαμε». Συμπληρώνει δραματικά: «Όσο πιο πίσω ανατρέχει κανείς στο παρελθόν, τόσο συναντά χαμηλότερο επίπεδο φροντίδας για τα παιδιά και μεγαλύτερες πιθανότητες αυτά να σκοτωθούν, να εγκαταλειφθούν, να δαρθούν, να τρομοκρατηθούν και να κακοποιηθούν σεξουαλικά». Η παιδική ηλικία ως καταφύγιο και περίοδος ανεμελιάς δεν υπήρχε ως σύλληψη στις συλλογικές αναπαραστάσεις των ανθρώπων. Δεν υπήρχε τίποτα το ξεχωριστό στο να είναι κάποιος παιδί εκείνα το χρόνια. Πολύ συχνά σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής σε προσωπικές καταγραφές της ζωής τους απλά αποσιωπούν οτιδήποτε σχετικό με τα παιδικά τους χρόνια. Όχι γιατί έχουν κάτι να κρύψουν, αλλά επειδή αυτή η περίοδος αντιμετωπιζόταν ως κάτι το ασήμαντο. Ως μία περίοδος που απλά έπρεπε να διανυθεί, για να φτάσει κάποιος στην ενήλικη ζωή. Είναι εντυπωσιακή η αντίθεση με τις σημερινές μας στάσεις. Σήμερα θεωρούμε ότι η παιδική ηλικία σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει την προσωπικότητά μας, καθορίζοντας την ποιότητα του ανθρώπου που θα είμαστε για το υπόλοιπο της ζωής μας.
Η παιδική εργασία εκείνη την περίοδο ακολουθεί το ίδιο πνεύμα. Στα παιδιά ανατίθενται εργασίες, που με τα κριτήρια της εποχής θεωρούνταν αρμόζουσες. Στις αγροτικές οικογένειες, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, τα μικρά παιδιά αναλάμβαναν εργασίες όπως η σπορά, το κυνήγι επιβλαβών πουλιών ή η συμμετοχή στη βόσκηση των ζώων. Όταν η οικογένεια ήταν ιδιαίτερα φτωχή αναμενόταν τα παιδιά να εργάζονται σε ξένα σπίτια. Η απειρία τους για τα πράγματα της ζωής αναγνωριζόταν αλλά αποκλειστικά με αρνητικό πρόσημο. Δεν συνοδευόταν από το θαυμασμό για την παιδική αθωότητα που υιοθετούμε σήμερα. Ήταν ένα έλλειμμα και όχι η ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρώπου.
Μία άποψη που έχει διατυπωθεί για να ερμηνεύσει την παραπάνω κατάσταση, διαθέτει λογικοφάνεια, όμως τα δεδομένα δεν την υποστηρίζουν απόλυτα. Έχει υποστηριχθεί ότι τα μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας των παιδιών σε εκείνους τους χρόνους απέτρεπαν τους γονείς από το να επενδύουν συναισθηματικά σε αυτά. Φαινόταν άσκοπο, αφού υπήρχε μεγάλη πιθανότητα εκείνα να πεθάνουν. Όμως έρευνες έχουν δείξει ότι σε ορισμένες περιοχές με υψηλότερη θνησιμότητα οι γονείς εμφανίζονταν πιο ζεστοί απέναντι στα παιδιά τους, ιδίως στην περίπτωση που εκείνα ασθενούσαν. Αυτό περιπλέκει την προσπάθειά μας να εξηγήσουμε κάποια πράγματα, εμποδίζοντάς μας να εξαγάγουμε στέρεα συμπεράσματα.
Μία χαρακτηριστική πρακτική της εποχής και η αλλαγή της μας καταδεικνύουν τα όρια της ευρύτερης αλλαγής. Πρόκειται για την πατρική και μητρική ευχή. Ήταν απαίτηση για τα μικρά παιδιά της εποχής να επιδιώκουν να λαμβάνουν την ευχή των γονιών τους. Συχνά δύο φορές την ημέρα. Ακόμη και σε μεγαλύτερες ηλικίες, μετά την ενηλικίωση η πρακτική διαρκούσε αν και με μικρότερη συχνότητα. Με την αλλαγή των στάσεων απέναντι στην παιδική ηλικία η ευλογία αντικαταστάθηκε με το «φιλί για καληνύχτα». Τούτο καταδεικνύει ότι οι σχέσεις έγιναν πιο ζεστές και λιγότερο εξουσιαστικές.
Ο Ariès και άλλοι στοχαστές από τη δεκαετία του 1960 προσπάθησαν να μας παρουσιάσουν μία εικόνα της παιδικής ηλικίας του παρελθόντος πιο σκοτεινή από ό,τι τη φανταζόμασταν. Όμως οι θέσεις τους γέννησαν αντιδράσεις και αντιθέσεις, που αξίζει να αναφέρουμε. Η Pollock υποστήριξε ότι οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις των παιδιών δεν μπορούν να φωτίσουν με βεβαιότητα τις συνθήκες ζωής τους στο παρελθόν. Ακόμη λιγότερο δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υλικό για να ανασυνθέσουμε τις στάσεις που επικρατούσαν τότε για την παιδική ηλικία. Για παράδειγμα η παρουσίαση πολύ περισσότερων παιδιών σε καθημερινές δραστηριότητες σε πίνακες της Αναγέννησης δε σημαίνει ότι ο κόσμος ανακάλυψε ή δημιούργησε την παιδική ηλικία. Μάλλον σηματοδοτεί τη μεταστροφή του ενδιαφέροντος των καλλιτεχνών προς πιο καθημερινά θέματα. Τάση σύμφωνη με τους ευρύτερους καλλιτεχνικούς προσανατολισμούς της ανθρωποκεντρικής Αναγέννησης.
Για τους στοχαστές που θεωρούν ότι η παιδική ηλικία δεν άλλαξε μέσα στους αιώνες σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα στις πρακτικές της ζωής και της καταγραφές της τέχνης. Υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις στοργής και ζεστασιάς πάντα επικρατούσαν ανάμεσα σε γονείς και παιδιά αλλά δεν έβρισκαν τη θέση τους στις καλλιτεχνικές απεικονίσεις για λόγους που σχετίζονταν με την ίδια την Τέχνη και τους στόχους της. Όταν επί παραδείγματι επικρατούσε θρησκευτική θεματολογία οι καλλιτέχνες επικεντρώνονταν στα πιο γνωστά θρησκευτικά θέματα. Η βρεφική ηλικία του Ιησού αναφέρεται πολύ πιο συχνά στα θρησκευτικά κείμενα από ό,τι η παιδική. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί το γεγονός ότι συναντάμε τόσο συχνά τον Ιησού βρέφος κι όχι παιδί. Όταν αντίστοιχα στόχος του έργου υπήρξε ο εντυπωσιασμός μέσα από ένα οικογενειακό πορτρέτο, ήταν αναμενόμενο τα παιδιά που απεικονίζονται να παρουσιάζονται πιο σοβαρά και πιο επίσημα ντυμένα από ό,τι στην πραγματική τους ζωή.
Ακόμη και σήμερα δεν έχει επικρατήσει απόλυτα καμία από τις δύο θέσεις για την παιδική ηλικία. Όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι από τον 17ο αιώνα εμφανίζονται αλλαγές που σταδιακά τροποποιούν τον τρόπο που η κοινωνία αντιμετωπίζει την παιδική ηλικία.
Ο Lawrence Stone δίνει μία ερμηνεία για το πώς άρχισε η αλλαγή. Υποστηρίζει ότι σχετίζεται με τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Για τους Προτεστάντες η σημασία της βάπτισης είναι δευτερεύουσα. Πρωτεύουσα καθίσταται η πίστη. Όμως για να εξασφαλισθεί ότι η πίστη παραμένει στη σωστή κατεύθυνση, χρειάζεται συστηματική κατήχηση. Θεωρήθηκε ότι η κατήχηση αποδίδει καρπούς όταν ξεκινάει από τα παιδικά χρόνια. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά απέκτησαν τότε για πρώτη φορά μία νέα ταυτότητα: αυτή του κατηχούμενου, ο οποίος επιδέχεται συστηματική παίδευση. Η εξέλιξη αυτή, αν και άλλαξε την εικόνα του παιδιού, που ως τότε αντιμετωπιζόταν ως απλή μικρογραφία του ενήλικα, είχε και αρνητικές συνέπειες. Υπήρξε ο προάγγελος της αυταρχικής και αυστηρής μεθόδου διαπαιδαγώγησης, η οποία εξαλείφθηκε σχετικά πρόσφατα. Όταν οι ενήλικες αντιλήφτηκαν την παιδική ηλικία ως μία περίοδο μαθητείας και προετοιμασίας για τη μετέπειτα ζωή, εξάντλησαν την αυστηρότητά τους με τρόπους που συχνά έφταναν στην υπερβολή. Άλλωστε δεν είχε γεννηθεί ακόμη η ιδέα της αγαθής φύσης του παιδιού. Τα παιδιά τότε θεωρούνταν στην χειρότερη περίπτωση εγγενώς κακά (φορείς το προπατορικού αμαρτήματος) και στην καλύτερη περίπτωση ηθικά ουδέτερα.
Για την εικόνα της παιδικής ηλικίας που έχουμε σήμερα περισσότερο υπεύθυνος από οποιονδήποτε άλλο υπήρξε ο μεγάλος Γάλλος στοχαστής Jean-Jacques Rousseau. Η εικόνα της παιδικής ηλικίας που διαμόρφωσε υπήρξε η ακόλουθη: Μία σύντομη περίοδος ασυλίας και αθωότητας, καταφύγιο πριν τη συνάντηση του ανθρώπου με τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ενήλικης ζωής. Ευθύνη των ενηλίκων είναι να διαφυλάξουν αυτό το καταφύγιο συνεπικουρώντας το παιδί στην ανακάλυψη του κόσμου, φέρνοντάς το σε επαφή με τη φύση και τα πράγματα. Η φύση το παιδιού νοείται ως πρωταρχικά καλή, ενώ η αλλοίωσή της έρχεται μέσα από την επαφή με έναν διεφθαρμένο πολιτισμό. Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης η αυστηρή σωματική τιμωρία δεν έχει θέση.
Για πρώτη φορά στα πλαίσια της ιστορικής τούτης ανασκόπησης συναντάμε ιδέες οικίες με αυτές που κυριαρχούν στις ημέρες μας. Για να επικρατήσουν όμως καθολικά στο δυτικό κόσμο χρειάστηκαν αιώνες ενώ αποτελούν ακόμη ζητούμενο για χώρες εκτός της Δύσης.
Σήμερα έχει παγιωθεί μία εικόνα της παιδικής ηλικίας που τα χαρακτηριστικά της είναι οικεία σε όλους μας. Στα παιδιά αναγνωρίζεται πια ένα ειδικό καθεστώς, όταν πριν θεωρούνταν απλές μικρογραφίες των ενηλίκων. Η σημασία της παιδικής ηλικίας για τη μετέπειτα ανάπτυξη θεωρείται καθοριστική, ενώ στο παρελθόν αποτελούσε μία αδιάφορη περίοδο. Η επιστημονική έρευνα εντοπίζει στάδια και αναπτυξιακές προτεραιότητες προσαρμόζοντας τον κόσμος στις ανάγκες του παιδιού, ενώ στο παρελθόν το παιδί αναγκαζόταν να προσαρμοστεί βεβιασμένα στο εχθρικό κόσμο των ενηλίκων. Δημιουργείται ποικιλία ερεθισμάτων για το παιδί ή αντίστροφα γίνεται προσπάθεια να φιλτραριστούν τα ακατάλληλα ερεθίσματα, τα οποία διαχέονται πια άφθονα μέσα από τα νέα μέσα επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση και το Διαδίκτυο. Είναι βέβαιο ότι η ιδιαιτερότητα της παιδικής ηλικίας έχει αναγνωρισθεί. Η αθωότητα του παιδιού αποτελεί αντικείμενο προστασίας το οποίο, θεωρητικά τουλάχιστον, προστατεύεται με ένταση.
Το να αποδείξουμε αν η κατάσταση που επικρατεί σήμερα συνιστά μία δραματική αλλαγή ή μία απλή μετάβαση σε ένα επόμενο στάδιο είναι πολύ δύσκολο, όπως καθετί στις κοινωνικές επιστήμες. Ιδίως όταν διερευνούμε στάσεις και αναπαραστάσεις του παρελθόντος, οι οποίες δεν αφήνουν απτά ίχνη. Στηριζόμαστε σε καλλιτεχνικά έργα και καταγραφές της καθημερινής ζωής. Προσπαθούμε να αναδείξουμε τρόπους σκέψης που έρχονται σε αντίθεση με όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Παρατηρούμε συγκρούσεις ανάμεσα σε θεωρίες και ιδεολογίες που αντιμετωπίζουν την ανάπτυξη του παιδιού με διαφορετικούς τρόπους.
Τα παραπάνω στόχο έχουν να μας επιτρέψουν να δούμε τον κόσμο του παιδιού μέσα από το πρίσμα της κάθε εποχής και όχι μέσα από το βλέμμα του σύγχρονου ανθρώπου με τις υπάρχουσες προκατασκευασμένες αντιλήψεις του.
Τι μπορούμε να κερδίσουμε όμως από αυτή την ιστορική ανασκόπηση της παιδικής ηλικίας; Τη συνειδητοποίηση ότι η εικόνα της παιδικής ηλικίας αλλάζει σε μεγάλες ιστορικές περιόδους. Δεν αποτελεί αναλλοίωτη φυσική σταθερά, αλλά κοινωνική κατασκευή με ό,τι θετικό και αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Θετική συνέπεια αποτελεί το γεγονός ότι μας δίνεται η δυνατότητα συνεχώς να εξελίσσουμε και να εμπλουτίζουμε τον τρόπο, που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία τα παιδιά και την παιδική ηλικία. Στα αρνητικά περιλαμβάνεται το γεγονός ότι όσα έχουμε επιτύχει βρίσκονται υπό διαρκή διακινδύνευση. Μεγάλες κοινωνικές αλλαγές ενδέχεται να επηρεάσουν αυτό που σταδιακά έχουμε οικοδομήσει. Τίποτα δεν αποκλείει αρνητικές στάσεις απέναντι στην παιδική ηλικία να έλθουν ξανά στο προσκήνιο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά στο παρελθόν. Ανάμεσα στη θέσπιση νόμων για την κατάργηση της παιδικής εργασίας και άλλων για την υποχρεωτική εκπαίδευση μεσολάβησαν 20 χρόνια. Στο διάστημα αυτό τα παιδιά δεν επιτρεπόταν να εργάζονται αλλά δεν υποχρεώνονταν να παρακολουθούν το σχολείο. Τότε πολλά παιδιά έμεναν χωρίς παρακολούθηση, αφού και οι δύο γονείς εργάζονταν. Αντιμετωπίστηκαν τότε συνολικά ως πρόβλημα από την κοινωνία. Θεωρήθηκαν ταραξίες και μικροεγκληματίες. Η εικόνα του παιδιού εκείνη την περίοδο απέκτησε μία αρνητική χροιά. Η υποχρεωτική εκπαίδευση σύμφωνα με κάποιους εισήχθη ως λύση του παραπάνω προβλήματος.
Σήμερα φαινόμενα όπως το παραπάνω παρατηρούνται σποραδικά και σε πολύ μικρό βαθμό ευτυχώς ακόμη. Η είσοδος των κατασταλτικών αρχών στο σχολείο είναι ήδη πραγματικότητα σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Τούτη η εξέλιξη χρειάζεται να μας θυμίζει διαρκώς ότι κάθε τι που έχουμε κατακτήσει ως κοινωνία διαρκώς απειλείται από τις ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές.

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Παρουσίαση του Δικτύου Ριζοσπαστικής Ψυχολογίας.


Η παρουσίαση της δράσης ενός δικτύου για την προαγωγή της ριζοσπαστικής ψυχολογίας στοχεύει στην εξοικείωση με ένα πεδίο της ψυχολογίας, το οποίο μπορεί να προσφέρει σημαντικότατες υπηρεσίες στην προαγωγή της ψυχικής υγείας. Είναι γεγονός ότι η συνεχιζόμενη απίσχναση του κράτους προνοίας, κάτω από την επίδραση ενός άκρατου ατομικιστικού οικονομικού φιλελευθερισμού, αποδυναμώνει και περιθωριοποιεί τέτοιες προσεγγίσεις. Για αυτό ακριβώς το λόγο χρειάζεται τα πορίσματά τους να παρουσιάζονται και να διαχέονται στην ευρύτερη κοινωνία σε κάθε ευκαιρία. Ακόμη και αν αυτά τα πορίσματα μερικές φορές αποτελούν σημείο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης.

Αποτελεί ευδιάκριτο κοινωνικό φαινόμενο σε περιόδους υποχώρησης του κοινωνικού κράτους να υιοθετούνται επιστημονικές εξηγήσεις που επικεντρώνονται περισσότερο στο ατομικό επίπεδο ανάλυσης, είτε αυτό είναι βιολογικό είτε ψυχολογικό-ιδιοσυγκρασιακό. Σε τέτοιες περιόδους οι κοινωνικές ερμηνείες υποχωρούν. Η ριζοσπαστική ψυχολογία αναγνωρίζει την ιδιοτυπία των κοινωνικών επιστημών, η οποία περιορίζει αναγκαστικά τη δυνατότητα άσκησης αντικειμενικής επιστήμης κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών. Επιδιώκει την βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών και αναζητά να φέρει στο φως ιδεολογικούς μηχανισμούς και κοινωνικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από την πρόφαση της αντικειμενικής κοινωνικής επιστήμης. Τόσο η παραδοσιακή ψυχολογία όσο και η ψυχιατρική αναλύονται μέσα από την ριζοσπαστική οπτική με τρόπο που να αναδεικνύει ακριβώς μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου που υποκρύπτονται. Με αυτό τον τρόπο προάγει την βελτίωση της ψυχικής υγείας συνολικά, καθώς η εναλλακτική της οπτική φωτίζει ένα σύστημα το οποίο δεν είναι ουδέτερο αλλά χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυνάμεων με διακριτούς στόχους. Η επικράτηση κάποιας από αυτές τις δυνάμεις επηρεάζει και τη μορφή που παίρνει η φροντίδα για την ψυχική υγεία μέσα στην κοινωνία .


Το δίκτυο ριζοσπαστικής ψυχολογίας ιδρύθηκε στον Καναδά το 1993. Στόχο έχει να τροποποιήσει την εστίαση της επιστήμης της ψυχολογίας. Η κοινωνική αλλαγή σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση αποτελεί σημαντικότερη αναζήτηση από τις μικρές προσωπικές αλλαγές που συνήθως επιδιώκει η ψυχολογία. Για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει και η ψυχολογία το μερίδιο της ευθύνης της στα φαινόμενα καταπίεσης του ατόμου μέσα από επιστημονικοφανείς μεθόδους. Υπάρχει η τάση η κατηγορία αυτή να αποδίδεται κυρίως στην επιστήμη της ψυχιατρικής. Όμως και η ψυχολογία φέρει μερίδιο της ευθύνης. Η ευθύνη αυτή εντοπίζεται κυρίως στην επικράτηση εντός των κόλπων της επαγγελματικής ψυχολογίας μίας άκριτα ατομοκεντρικής προσέγγισης. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο βέβαια υπάρχουν κλάδοι της ψυχολογίας με ανεπτυγμένη την εξέταση των κοινωνικών παραγόντων, όπως είναι η κοινωνική ψυχολογία. Όμως στο επίπεδο της εφαρμοσμένης επιστήμης και της κλινικής πρακτικής επικρατεί μία θέαση του ανθρώπου που υποβαθμίζει το ρόλο των κοινωνικών μεταβλητών στην εκδήλωση φυσιολογικών και παθολογικών συμπεριφορών. Η τάση αυτή, όπως προαναφέρθηκε, ταιριάζει με την έκφραση των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών στην τρέχουσα ιστορική συγκυρία. Η επικράτηση των νεοφιλελεύθερων μορφών οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης ευνοεί την αναπαράσταση του ανθρώπου ως φορέα δράσης, που λειτουργεί με δική του ευθύνη, σχεδόν ως ανεξάρτητη μονάδα. Οι επιτυχίες του αλλά και οι αποτυχίες του εμφανίζονται αποκομμένες από τις κοινωνικές συνθήκες του περιβάλλοντός του. Αποθεώνεται η ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα. Όταν προκύπτει η δυσλειτουργική συμπεριφορά τα αίτια δεν αναζητούνται στις κοινωνικές συνθήκες αλλά σε παράγοντες ιδιοσυγκρασίας και βιοχημικής εγκεφαλικής ανισορροπίας. Η εκτεταμένη αναζήτηση γονιδιακών εξηγήσεων για κάθε μορφή συμπεριφοράς «φυσιολογικής ή μη, από τη χαρτοπαιξία ως την έκφραση θρησκευτικού συναισθήματος αποτελεί την σχεδόν κωμική αλλά υπαρκτή διάσταση της παραπάνω τάσης.

Για να παρουσιαστούν οι θέσεις του δικτύου ριζοσπαστικής ψυχολογίας θα ήταν χρήσιμη η παρουσίαση ενός αντιπροσωπευτικού άρθρου από το περιοδικό ριζοσπαστική ψυχολογία (radical psychology) που εκδίδει το δίκτυο. Η Christina Martens στο τρέχον τεύχος του περιοδικού αναλύει διαχρονικά τα όρια μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα της διπολικής διαταραχής, η οποία παλαιότερα ήταν γνωστή ως μανιοκατάθλιψη και της οριακής διαταραχής προσωπικότητας. Στο άρθρο η Martens εμφανίζεται επιφυλακτική στη χρήση του όρου διαταραχή, καθώς θεωρεί ότι πρόκειται για ένα αμφιλεγόμενο όρο, όταν σχετίζεται με συμπεριφορές. Η ανάλυσή της εμπλέκει την έννοια της ασθένειας με την έννοια της συμμετοχής στην ιδιότητα του πολίτη.
Φράση κλειδί για την ανάλυσή της αποτελεί η μετατόπιση από την έννοια του κακού στην έννοια του τρέλου (from bad to mad) και κατόπιν στην έννοια του ανήμπορου, μετατόπιση που σηματοδοτεί την κυριαρχία της ψυχιατρικής ως θεσμού αρμόδιου για τη διάκριση παθολογικής ή μη συμπεριφοράς. Τελικά αυτό που διακυβεύεται είναι η δυνατότητα κάποιου να μετέχει στην ιδιότητα του πολίτη. Ό,τι πριν προσλαμβανόταν ως κακό, ανήθικο και εγκληματικό στη συμπεριφορά των ατόμων με ψυχικά προβλήματα, στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκε ως σύμπτωμα ασθένειας, το οποίο νομοτελειακά επιφέρει την αναπηρία, ή τουλάχιστον την αδυναμία. Η αναπηρία στερεί από το φορέα της τη δυνατότητα να δρα ως πολίτης. Η ανάλυση της Martens αναδεικνύει μία ιδιαίτερη διάσταση της ιδιότητας του πολίτη. Πρόκειται για την ιδιαίτερη σημασία της ανεξάρτητης οικονομικής και ειδικότερα καταναλωτικής δράσης. Τα δύο φαινόμενα συμπίπτουν χρονικά. Την ίδια περίοδο που αποκρυσταλλώνεται από την ψυχιατρική μία κατηγοριοποίηση παθολογικών και φυσιολογικών συμπεριφορών ταυτόχρονα διαμορφώνεται το πρότυπο του πολίτη-καταναλωτή, ο οποίος εξαντλεί την ελευθερία που πηγάζει από αυτή την ιδιότητα στην άσκηση μία υπεύθυνης καταναλωτικής συμπεριφοράς. Ο πολίτης-καταναλωτής οφείλει να διαχειρίζεται με υπευθυνότητα τις οικονομικές του συμπεριφορές. Παρουσιάζεται ως ένα ενεργητικό και ανεξάρτητο οικονομικό υποκείμενο που με τις συμπεριφορές του προάγει την παραγωγικότητα και τονώνει την κατανάλωση. Συμπεριφορές που αποκλίνουν από το παραπάνω πρότυπο οδηγούν στη μερική ή ολική απώλεια της ιδιότητας του πολίτη. Η απώλεια της ψυχικής υγείας οδηγεί πρακτικά στο να χάνει κάποιος τα δικαιώματα εκείνα που χαρακτηρίζουν το ρόλο του ως ενεργού πολίτη. Ειδικά οι ψυχοπαθολογικές κατηγορίες της οριακής διαταραχής προσωπικότητας και της διπολικής διαταραχής μπορούν να αναλυθούν ιδιαίτερα γόνιμα μέσα από αυτό το πρίσμα.


Η οριακή διαταραχή προσωπικότητας περιγράφει ένα πρότυπο συμπεριφοράς, όπου κυριαρχούν η αδυναμία να διατηρήσει κάποιος μία παραγωγική εργασία, τα προβλήματα με το νόμο και οι επικίνδυνες πρακτικές καθώς και η απουσία θετικών και ήρεμων διαπροσωπικών σχέσεων. Αντίστοιχα η διπολική διαταραχή προσωπικότητας ταυτίζεται με την έλλειψη παραγωγικότητας τόσο στην καταθλιπτική φάση της, όπου υπάρχει απόσυρση από τη δράση, όσο και κατά τη μανιακή φάση, όπου συχνά επιδεικνύονται υπερβολικά σπάταλες και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Η διπολική διαταραχή αποτελεί διαταραχή του συναισθήματος. Υπό αυτή την έννοια τα προβλήματα συμπεριφοράς που εμφανίζονται θεωρούνται ως αποτέλεσμα των προβλημάτων του συναισθήματος. Αντίστροφα, η οριακή διαταραχή προσωπικότητας θεωρείται περισσότερο ως ένα δυσλειτουργικό πρότυπο συμπεριφοράς και οργάνωσης της προσωπικότητας, το οποίο έχει παγιωθεί μέτά από αποτυχημένες αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον. Υπό αυτή την έννοια τα προβλήματα του συναισθήματος που παρουσιάζονται αντιμετωπίζονται ως αποτέλεσμα της προβληματικής συμπεριφοράς. Το κοινό σημείο βρίσκεται στην αποτυχία του ατόμου να λειτουργήσει με τον τρόπο που αναμένεται κοινωνικά από αυτό, κυρίως ως προς την παραγωγικότητα. Για τη Martens αυτή η διάσταση συνδέει μεταξύ τους τις δύο αυτές ψυχοπαθολογικές κατηγορίες και εν πολλοίς σχετίζεται με την αποκρυστάλλωσή τους ως ξεχωριστών νοσογραφικών οντοτήτων.
Η ανάλυση ψυχοπαθολογικών οντοτήτων μέσα από το πρίσμα κοινωνικών και ιστορικών λειτουργιών αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ριζοσπαστικής προσέγγισης στην ψυχολογία. Η χρησιμότητα της δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς αποτελεί τη διαλλεκτική αντίθεση στον ακραίο θετικισμό, τον αναγωγισμό και τον μεθοδολογικό ατομικισμό που έχει επικρατήσει πλέον στην επιστήμη της ψυχολογίας.

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Σεμινάριο “Hearing Voices” . Ακούγοντας φωνές και ζώντας με αυτές.






Την εβδομάδα από 22/2 έως 27/2 2010 πραγματοποιήθηκαν πέντε συναντήσεις στα πλαίσια του σεμιναρίου "Hearing Voices". Οι συναντήσεις έγιναν σε διαφορετικά σημεία της Αθήνας. Στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, σε χώρο του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών και στο Παγκόσμιο Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ελληνισμού της Διασποράς. Στόχος του σεμιναρίου υπήρξε η εξοικείωση του ελληνικού κοινού με τις δραστηριότητες του δικτύου "Hearing Voices". Πριν εξετάσουμε κατά πόσο το σεμινάριο υπήρξε επιτυχές χρειάζεται να παρουσιάσουμε δύο λόγια για το δίκτυο, όπως το ίδιο αυτοπροσδιορίζεται:
"Το δίκτυο Hearing Voices (HV) ξεκίνησε το 1988 από την Ολλανδία όταν ο ψυχίατρος Marius Romme έλαβε σοβαρά υπόψη τις κριτικές απόψεις μιας γυναίκας που τον επισκεπτόταν επειδή άκουγε φωνές και αμφισβητούσε την αντιμετώπιση που πρότεινε το ορθόδοξο ψυχιατρικό μοντέλο. Αντί της αντιμετώπισης τέτοιων και ανάλογων εμπειριών ως “κούφια” συμπτώματα που στοιχειοθετούν ένα ψυχιατρικό σύνδρομο (π.χ. σχιζοφρένεια), το κίνημα Hearing Voices προτείνει σεβασμό για το νόημα κάθε βιώματος, μια ολιστική προσέγγιση και αποδοχή. Στην Αγγλία σήμερα υπάρχουν 195 ομάδες αυτοβοήθειας HV. Ομάδες υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στην Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, στην Ιαπωνία, στην Παλαιστίνη και στις ΗΠΑ.
Μερικά χρόνια αργότερα, στην Αγγλία, εμπνεόμενο από τις βασικές αρχές του Hearing Voices, ξεκινά το Paranoia Network και επικεντρώνει στις «ασυνήθιστες» πεποιθήσεις οι οποίες συνήθως ταξινομούνται ως «παραληρηματικές ιδέες». Ενάντια στην παθολογικοποίηση κάθε ανθρώπινης εμπειρίας, οι ομάδες αυτές βάζουν μπροστά τη δημιουργικότητα και την ενεργό δράση όσων θέλουν να μιλήσουν ανοιχτά για ό, τι τους ταλαιπωρεί, ή να καταθέσουν την εμπειρία τους σχετικά με τους τρόπους που οι ίδιοι βρήκαν για να αντιμετωπίσουν δύσκολες στιγμές.
Το σεμινάριο λοιπόν στοχεύει στο να δουλέψουμε πάνω σε εμπειρίες οι οποίες αντί να εκλαμβάνονται ως «μέρος ενός προβλήματος» μπορούν να γίνουν «μέρος της λύσης του προβλήματος». Η λογική του να λαμβάνεται υπόψη το περιεχόμενο των φωνών έχει να κάνει όχι μόνο με την υποστήριξη της ανάπτυξης ψυχολογικών παρεμβάσεων αλλά και με την απομάκρυνση από το μοντέλο της ασθένειας και την αντιμετώπιση των φωνών ως ένα τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας
. "
Το δίκτυο αποτελεί έκφραση ενός ευρύτερου κινήματος με ένα σημαντικό στόχο. Να επιτύχει την αλλαγή της στάσης απέναντι στις ακουστικές ψευδαισθήσεις και κατ'επέκταση την ψυχική ασθένεια. Το μήνυμα της αλλαγής δεν απευθύνεται στην ψυχιατρική κοινότητα αλλά στην ευρύτερη κοινωνία. Το κίνημα θεωρεί ότι πρώτα πρέπει να πειστεί η κοινωνία ότι οι ακουστικές εμπειρίες αυτού του είδους δεν εντάσσονται ικανοποιητικά στο μοντέλο της ασθένειας. Άλλωστε σύμφωνα με αυτούς το παραδοσιακό μοντέλο της ψυχικής ασθένειας είναι προβληματικό. Υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα, που πηγάζουν από τις φωνές δεν προέρχονται από αυτή καθ'εαυτή την ύπαρξη των φωνών αλλά από τις δυσκολίες των ατόμων να τις διαχειριστούν σε ένα περιβάλλον, όπου όλοι τις θεωρούν σύμπτωμα σοβαρής ασθένειας. Όταν επιτευχθεί η αλλαγή στάσης της ευρύτερης κοινωνίας η ψυχιατρική κοινότητα θα αναγκαστεί να ακολουθήσει.
Παρουσιάστηκαν αφηγήσεις από άτομα τα οποία σήμερα ακούν φωνές, αλλά διατηρούν ένα υψηλότατο επίπεδο λειτουργικότητας. Οι εμπειρίες τους από τις ορθόδοξες ψυχιατρικές παρεμβάσεις υπήρξαν αρνητικές. Κάποιοι από αυτούς θεωρούν την παραδοσιακή ψυχιατρική ισοπεδωτική και κακοποιητική. Περιέγραψαν τις τεχνικές και τους τρόπους με τους οποίους έμαθαν να καθιστούν τις φωνές που ακούν ουδέτερες εμπειρίες, που δεν δυσκολεύουν την καθημερινότητά τους. Κάποιοι από αυτούς αναγνώρισαν ακόμη και θετικά στοιχεία στις φωνές που ακούν, με την έννοια ότι η εμφάνιση των φωνών λειτουργεί προειδοποιητικά, ως ένδειξη αυξημένου στρες στον οργανισμό.
Το κίνημα δίνει μεγάλη σημασία στο περιεχόμενο των ακουστικών ψευδαισθήσεων. Καθώς αποφεύγει να τις θεωρεί ένδειξη ψυχοπαθολογίας δέχεται τις περισσότερες από τις δυνατές ερμηνείες για την προέλευσή τους. Δεν απορρίπτει ακόμη και έκδηλα μεταφυσικές ή πνευματιστικές ερμηνείες διατηρώντας μίαν αυστηρή ουδετερότητα. Αντίστοιχα αν και δεν δηλώνει ρητά ότι υιοθετεί κάποια συγκεκριμένη ψυχολογική ερμηνεία, θεωρεί ότι οι φωνές σχετίζονται με περιστατικά της ζωής του ατόμου, ιδίως τραυματικές εμπειρίες. Η θέση αυτή μοιάζει να δέχεται ψυχαναλυτικές επιρροές. Σε τούτο συνηγορεί το γεγονός ότι το περιεχόμενο των λεγομένων των φωνών αναλύεται, ώστε να έλθουν στην επιφάνεια σημεία που ως τότε διέφευγαν της προσοχής.
Βέβαια υπάρχει μία ευκαμψία σχετικά με τον τρόπο χειρισμού των φωνών που δεν περιορίζεται στην ανάλυσή τους. Οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονται να παρουσιάζουν - αν έχουν - κάποια στρατηγική ή προσέγγιση που τους φάνηκε χρήσιμη στη διαχείριση των φωνών. Οι εμψυχωτές (facilitators) δεν διστάζουν να ωθήσουν τους συμμετέχοντες να αλληλεπιδράσουν με τις φωνές, να τις ελέγξουν, να τις οριοθετήσουν ή και να τις διατάξουν να σωπάσουν αν είναι εφικτό.
Κάτι που στην παραδοσιακή ψυχιατρική αντιμετωπίζεται είτε ως ανώφελο, είτε ως δυνητικά επικίνδυνο, εδώ λαμβάνει μία κεντρική θέση και καθίσταται βασικό σημείο για την ανάρρωση. Η προσέγγιση αυτή είναι σχετικά νέα στη χώρα μας. Η ενασχόληση με το περιεχόμενο του λόγου των φωνών έχει υποστηριχθεί ότι μπορεί να παρασύρει τον θεραπευτή στον ψυχωτικό κόσμο του ασθενους σε μία αδιέξοδη διαπραγμάτευση. Συνήθως οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν ενθαρρύνονται να ασχολούνται με τις φωνές. Αναμένουν την εξάλειψή τους μέσα από τη χρήση ψυχοφαρμάκων. Η προσέγγιση του κινήματος περισσότερο από κάθε τι άλλο υπογραμμίζει την ανάγκη για σεβασμό στην εμπειρία του ατόμου. Πρόκειται για μία έκφραση ολιστικής και βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης.
Τα μέλη του δικτύου που παρουσίασαν τις δράσεις και τις μεθόδους τους πέρα από τους γενικούς στόχος της γνωριμίας του κοινού με το κίνημα θέλησαν να δημιουργήσουν τις πρώτες δικτυώσεις για τη δραστηριοποίηση του δικτύου στην Ελλάδα από Έλληνες. Οργανωμένα δίκτυα "Hearing Voices" υπάρχουν σε περισσότερες από 30 χωρες στον κόσμο, αλλά όχι στην Ελλάδα. Καθώς πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εξέλιξη στο χώρο της ψυχικής υγείας κάθε σχετική εξέλιξη με το θέμα θα παρουσιάζεται στο παρόν ιστολόγιο.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Σε αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε η πρώτη Ημερίδα Οργανωτικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας





Τίτλος της ημερίδας ήταν "Σύγχρονες Ερευνητικές Προσεγγίσεις στην Εργασιακή και Οργανωσιακή Ψυχολογία". Παρουσιάστηκαν πρωτότυπες έρευνες από Έλληνες ερευνητές του χώρου καθώς και οι κυρίαρχες τάσεις της διεθνούς έρευνας στην παρούσα χρονική στιγμή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν οι ακόλουθες εισηγήσεις, των οποίων τα κεντρικά σημεία παρουσιάζονται παρακάτω:




Η Λέκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου κα Μαρία Σίμωση παρουσίασε εισήγηση με τίτλο : "Μορφές οργανωσιακής υποστήριξης: Ο ρόλος τους στη δημιουργία οργανωσιακής δέσμευσης". Μέσα από την εισήγηση της κυρίας Σίμωση αναδείχθηκε ο ρόλος της υποστήριξης από την πλευρά μίας οργάνωσης προς τον εργαζόμενο. Η υποστήριξη αυτή αντιπαρατέθηκε προς την υποστήριξη που λαμβάνει ένας εργαζόμενος από τον προϊστάμενο, καθώς και από τους συναδέλφους του. Τα ερευνητικά ευρήματα της κυρίας Σίμωση κατέδειξαν ότι οι διαφορετικές μορφές υποστήριξης οδηγούν σε διαφορετικές ποιότητες δέσμευσης του εργαζομένου προς την οργάνωση στην οποία εργάζεται.


Η Δρ. Διοδώρα Δημητρίου παρουσίασε εισήγηση με τίτλο : "Θετική οργανωτική κουλτούρα: Η έννοια και η μέτρησή της". Η Δρ Δημητρίου επιχείρησε με την έρευνά της να οριοθετήσει και να μετρήσει τα χαρακτηριστικά της θετικής οργανωτικής κουλτούρας. Για το λόγο αυτό κατασκεύασε και χορήγησε ερωτηματολόγιο σε δείγμα εργαζομένων, του οποίου τα αποτελέσματα επεξεργάστηκε στατιστικά. Τα ευρήματά της κατέδειξαν ότι η θετική οργανωτική κουλτούρα διαθέτει δύο βασικές διαστάσεις. Την ύπαρξη Νοήματος στα πλαίσια μίας εργασίας και την Ψυχολογική Παρουσία εντός των ιδίων πλαισίων. Η πρώτη διάσταση περιλαμβάνει ένα σύνολο από παράγοντες όπως τη φιλοσοφία, τις αρχές και την ταυτότητα μίας οργάνωσης. Κάθε εργαζόμενος με την πρόσληψή του αντιπαραβάλλει αυτά τα στοιχεία με τη δική του ψυχολογική πραγματικότητα. Σε περίπτωση που συμπίπτουν βιώνει την οργανωτική κουλτούρα ως θετική. Η διάσταση της ψυχολογική παρουσίας περιλαμβάνει μία σειρά από παράγοντες, όπως την ενδυνάμωση που η οργάνωση του παρέχει, η επικοινωνία η ελευθερία έκφρασης.


Η Επιστημονική Συνεργάτης του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών "Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη" κα Αθηνά Ξενικού παρουσίασε εισήγηση με τίτλο : "Οργανωσιακές αξίες και πρακτικές στην πρόβλεψη της οργανωσιακής ταύτισης και της εργασιακής ικανοποίησης". Η κα Ξενικού στην έρευνά της μελέτησε τη σχέση του αισθήματος του ανήκειν σε μία οργάνωση με τις αξίες και πρακτικές, που υιοθετεί η οργάνωση αυτή. Κεντρική θέση της έρευνας υπήρξε η ανάδειξη της διαμεσολάβησης της εργασιακής ικανοποίησης από τις αξίες και πρακτικές της οργάνωσης ως παράγοντας που εγκαθιδρύει ένα σταθερό και αυθεντικό αίσθημα του ανήκειν στην οργάνωση.

Ο Επίκουρος Καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κος Ιωάννης Νικολάου παρουσίασε εισήγηση με τίτλο : "Θετικές οργανωσιακές συμπεριφορές και ο ρόλος των ατομικών διαφορών : Μία διερευνητική μελέτη στην Ελλάδα". Ο κος Νικολάου με τα προκαταρκτικά ευρήματα της έρευνας που παρουσίασε επιβεβαίωσε τη σημασία του τύπου προσωπικότητας, ως παράγοντα πρόβλεψης θετικών οργανωσιακών συμπεριφορών. Χρησιμοποίησε στην έρευνά του την τυπολογία προσωπικότητας των πέντε παραγόντων (Big 5) και ανέδειξε συσχέτιση ανάμεσα στους παράγοντες της ευσυνειδησίας και της ψυχολογικής σταθερότητας με θετικές οργανωσιακές συμπεριφορές, όπως την δέσμευση στην εργασία, την εργασιακή ανάπτυξη και άνθιση, την ανθεκτικότητα και την εργασιακή ικανοποίηση.

Τέλος ο Λέκτορας Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κος Αλέξανδρος Αντωνίου παρουσίασε εισήγηση με τίτλο: "Ερευνητικά δεδομένα σε θέματα εργασιακής υγείας και ευημερίας του ιατρικού, νοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού των νοσοκομείων στην Ελλάδα". Ο κος Αντωνίου συνέκρινε έρευνες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με αντίστοιχες του εξωτερικού. Άξονας των ερευνών υπήρξε ο ρόλος του εργασιακού άγχους σε γιατρούς και άλλους επαγγελματίες του χώρου της υγείας. Παρουσιάστηκαν οι επιπτώσεις του άγχους στους επαγγελματίες καθώς και οι μηχανισμοί copping που συνήθως αναπτύσσουν για να ανταπεξέλθουν σε αυτό. Αν και παρουσιάστηκαν λεπτομερώς πολλές επιπτώσεις του εργασιακού άγχους ξεχώρισαν οι επιπτώσεις εκείνες που καταδεικνύουν ότι το παρατεταμένο εργασιακό άγχος οδηγεί προοδευτικά σε μειωμένη απόδοση του ιατρικού προσωπικού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Παρουσιάζεται απώλεια ενδιαφέροντος για την εργασία, μετατόπιση ευθυνών και αντιδεοντολογικές πρακτικές.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Duke εντοπίζει ενδείξεις στην παιδική ηλικία για μελλοντική εκδήλωση σχιζοφρένειας


Μία σειρά από προβλήματα σε νοητικές λειτουργίες, όπως η μνήμη εργασίας, η προσοχή και η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών παρουσιάζονται νωρίς σε άτομα που αργότερα θα εκδηλώσουν σχιζοφρένεια.

Αυτό προέκυψε από έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Duke και συμμετείχαν 1.000 Νεοζηλανδοί οι οποίοι γεννήθηκαν τα έτη 1972 και 1973. Μελετήθηκαν από τα παιδικά τους χρόνια μέχρι την εποχή της δημοσίευσης της έρευνας. Συγκεκριμένα οι γνωστικές τους δεξιότητες μετρήθηκαν στις ηλικίες των 3, 5, 7, 9, 11 και 13. Τώρα πια οι συμμετέχοντες στην έρευνα διανύουν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Σε αυτή την ηλικία η ασθένεια έχει πλέον εκδηλωθεί στους περισσότερους από αυτούς που επρόκειτο να νοσήσουν. Οι ερευνητές έχοντας στη διάθεσή τους τις προηγούμενες μετρήσεις για εκείνους που σήμερα νοσούν, μπόρεσαν να εξαγάγουν κάποια πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Το θετικό με αυτή τη διαχρονική έρευνα συνίσταται στο ότι συγκέντρωσε μετρήσεις για άτομα που αργότερα θα νοσούσαν σε ανύποπτο χρόνο. Τα άτομα αυτά αποτελούσαν μέρος του δείγματος ανάμεσα στα 1.000 άτομα χωρίς τότε κανείς να γνωρίζει ότι θα εκδήλωναν σχιζοφρένεια. Τώρα που έχουν νοσήσει οι ερευνητές μπορούν να επιστρέψουν στις μετρήσεις της παιδικής ηλικίας και να αναζητήσουν τυχόν αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις με τα υπόλοιπα μέλη του δείγματος. Κάνοντας ακριβώς αυτό εντόπισαν κάποια ευδιάκριτα χαρακτηριστικά.
Τα παιδιά που αργότερα νόσησαν παρουσίασαν φτωχότερες επιδόσεις από την αρχή των μετρήσεων. Οι γλωσσικές τους δεξιότητες φαίνονται από την αρχή λιγότερο ανεπτυγμένες. Η μνήμη τους και μάλιστα η μνήμη εργασίας (μνήμη που αφορά τη συγκράτηση πρόσφατων πληροφοριών) αποδίδει λιγότερο, ενώ η επεξεργασία γλωσσικών πληροφοριών παρουσιάζεται ελλειμματική.
Είναι από καιρό γνωστό ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια υπολείπονται 8 μονάδων κατά μέσο όρο από το γενικό πληθυσμό ως προς το δείκτη νοημοσύνης. Όμως η έρευνα του πανεπιστημίου του Duke παρείχε πιο εκλεπτυσμένες μετρήσεις πάνω σε ειδικές γνωστικές λειτουργίες κατά την πορεία της ανάπτυξης. Έδειξε ότι από την αρχή της αναπτυξιακής πορείας, τα άτομα που αργότερα εκδηλώνουν σχιζοφρένεια, παρουσιάζουν μικρές αλλά μετρήσιμες αναπτυξιακές δυσκολίες ως προς βασικές γνωστικές λειτουργίες. Η έρευνα θα παρουσιαστεί στο τεύχος Φεβρουαρίου της επιστημονικής επιθεώρησης American Journal of Psychiatry. Όπως δήλωσε ένας από τους βασικούς ερευνητές, ο καθηγητής Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο Duke Avshalom Caspi , δεν γνωρίζουμε ακόμη με ακρίβεια πώς και γιατί εκδηλώνεται αργότερα η σχιζοφρένεια, άλλα η έρευνα παρέχει πολύτιμα στοιχεία για την πορεία προς την εκδήλωση της νόσου.
Αναφορικά με τις πρακτικές εφαρμογές τις έρευνας χρειάζεται να δοθεί μεγάλη προσοχή. Τα παιδιά, που παρουσίασαν φτωχές επιδόσεις στις διαχρονικές μετρήσεις, υπήρξαν πολύ περισσότερα από εκείνα που εκδήλωσαν τελικά σχιζοφρένεια. Η αναλογία υπήρξε περίπου 20 προς 1. Επομένως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο εντοπισμός των συγκεκριμένων γνωστικών δυσκολιών αποτελεί ασφαλή μέθοδο για την πρώιμη διάγνωση της σχιζοφρένειας. Με το ίδιο σκεπτικό οποιαδήποτε σκέψη για προληπτική χορήγηση ψυχοφαρμάκων σε όλα τα παιδιά με τις συγκεκριμένες γνωστικές δυσκολίες , ώστε να προληφθεί η εκδήλωση της νόσου σε μεταγενέστερο στάδιο, θα ήταν επίφοβη ενέργεια. Για να προστατευθεί ένα παιδί θα υπήρχε ο κίνδυνος για ενδεχόμενες παρενέργειες σε άλλα 19 παιδιά χωρίς λόγο. Όμως πρώιμες παρεμβάσεις γνωσιακού τύπου θα ήσαν ευεργετικές για όλους χωρίς τους κινδύνους της φαρμακοθεραπείας.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης και ποιότητα κοινωνικών σχέσεων




Έρευνα καταδεικνύει ότι οι θετικές ή οι αρνητικές συνέπειες από τη χρήση εφαρμογών κοινωνικής δικτύωσης μέσα από τους ιστοτόπους Facebook και Myspace εξαρτώνται από την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων που κάποιος έχει ήδη αναπτύξει.
Η καθηγήτρια Mikami του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια θέλησε να ερευνήσει την ποιότητα των σχέσεων, που αναπτύσσουν οι νέοι μέσα στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Myspace. Είχε στη διάθεσή της αξιολογήσεις, που έγιναν πριν οκτώ χρόνια σε νεαρούς εφήβους αναφορικά με τον τρόπο που δημιουργούν κοινωνικές σχέσεις στον πραγματικό κόσμο. Ενδιαφέρθηκε να ερευνήσει, πώς συνάπτουν κοινωνικές σχέσεις στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα οι ίδιοι αυτοί έφηβοι σήμερα, νέοι ενήλικες πια. Τα πορίσματα της έρευνάς της δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Ιανουαρίου της επιστημονικής επιθεώρησης Developmental Psychology (Αναπτυξιακή Ψυχολογία). Σύμφωνα με αυτά, όσοι έφηβοι είχαν κατορθώσει τότε να δημιουργούν σχέσεις με ποιότητα φάνηκε ότι αντίστοιχα λειτουργούν και στον ψηφιακό κόσμο. Κάνουν γνωριμίες με σεβασμό στον άλλο, αναζητούν την επαφή και τη φιλία και επωφελούνται από τις ψηφιακές αυτές εφαρμογές. Αντίθετα όσοι έφηβοι παρουσίαζαν τότε δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων και προβλήματα συμπεριφοράς χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα με ακατάλληλο τρόπο ή δεν τα χρησιμοποιούν καθόλου. Οι αρνητικές συμπεριφορές που παρουσιάζουν στον ψηφιακό κόσμο περιλαμβάνουν λεκτική επιθετικότητα, χυδαίο λεξιλόγιο και υποτιμητικά σχόλια. Επίσης δεν επιδιώκουν να δημιουργήσουν σχέσεις αλληλοϋποστήριξης και φιλίας.
Συχνά οι γονείς ανησυχούν για το αν πρέπει να επιτρέπουν στα παιδιά τους να συμμετέχουν σε αυτά τα κοινωνικά δίκτυα. Η έρευνα της Mikami δείχνει ότι η απάντηση δεν είναι ένα ξεκάθαρο ναι ή όχι. Σχετίζεται με τις επικοινωνιακές δεξιότητες που έχει ήδη αναπτύξει το παιδί. Στην περίπτωση, όπου έχουμε ένα παιδί ή νεαρό έφηβο ικανό να αναπτύσσει σχέσεις καλής ποιότητας στον πραγματικό κόσμο τα δίκτυα παρέχουν ευκαιρίες για την επέκταση των κοινωνικών του επαφών με υγιή τρόπο. Αντίθετα, όταν υπάρχουν ήδη καταγεγραμμένες συμπεριφορικές δυσκολίες τα ίδια τα δίκτυα δεν μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο. Αντίθετα ενδέχεται να γίνουν δίαυλος για έκφραση νέων δυσλειτουργικών συμπεριφορών, όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω. Φαίνεται ότι ο ψηφιακός κόσμος σε γενικές γραμμές αποτελεί επέκταση του πραγματικού για τα παιδιά. Επομένως οι γονείς θα πρέπει να προσπαθούν να κατανοήσουν τα παιδιά τους στον ψηφιακό κόσμο με τον ίδιο τρόπο, που το κάνουν στον πραγματικό, κάτι που απαιτεί αντίστοιχες προσπάθειες.