Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ενήλικες με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν διαταραχή ελλειμματικής προσοχής







Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών (Restless Legs Syndrome/ Wittmaack–Ekbom syndrome) βιώνουν μία δυσάρεστη αίσθηση στην περιοχή των ποδιών, όταν αυτά είναι ακίνητα, ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το δυσάρεστο βίωμα αναστέλλεται με την κίνηση και τη δραστηριοποίηση των ποδιών. Το σύνδρομο μπορεί να προκαλέσει διακοπή του ύπνου και συνακόλουθη εξάντληση και υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι μία γενετική και βιοχημική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην προσοχή, ανησυχία, αφηρημάδα και έντονο αυθορμητισμό.
Για τις ανάγκες της έρευνας ερευνητές του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών του New Jersey εξέτασαν 56 άτομα με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών για συμπτώματα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και τα συνέκριναν με 77 άτομα που δεν έπασχαν από τη διαταραχή. 39% των ατόμων με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών πληρούσαν τα κριτήρια για πιθανή ύπαρξη διαταραχής ελλειμματικής προσοχής σε σύγκριση με ποσοστό 14% της ομάδας ελέγχου.
Εικοσιένας από τους τριαντατρείς συμμετέχοντες στις πειραματικές ομάδες και τις ομάδες ελέγχου υποβλήθηκαν σε επιπρόσθετη αντικειμενική αξιολόγηση. Από αυτούς 100% των ασθενών διέθεταν προφίλ συμβατό με εκείνο της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, όπως το 86% των μελών της ομάδας ελέγχου. Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας επίσης παρουσίαζαν πιο έντονα συμπτώματα άγχους από ό,τι εκείνοι με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου.
Οι ασθενείς με σύνδρομο ανήσυχων ποδιών και διαταραχή ελλειμματικής προσοχής παρουσίαζαν τα συμπτώματα του συνδρόμου με μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με εκείνους, που δεν έπασχαν από το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής.
Οι ερευνητές έχουν θεωρίες που ερμηνεύουν τη σύνδεση των δύο αυτών διαταραχών.Το δυσάρεστο αίσθημα που πηγάζει από το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού ενδεχομένως κάνει τα άτομα υπερκινητικά και αφηρημένα αναφέρει η συγγραφέας της έρευνας Mary L. Wagner του Πανεπιστημίου Piscataway. Η κούραση από τη διαταραχή του ύπνου ενδεχομένως κάνει τα άτομα να είναι πιο απρόσεκτα. Όμως δεν υπάρχει απόδειξη ότι το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού οδηγεί στην εκδήλωση διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Ενδέχεται οι δύο κλινικές καταστάσεις να εμφανίζονται συχνά μαζί, μέσα από μία πιθανή γενετική σύνδεση.
Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι και οι δύο καταστάσεις οφείλονται στην έλλειψη ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη συμβάλλει στην μεταφορά μηνυμάτων μέσα στον εγκέφαλο. Έλλειψη ντοπαμίνης οδηγεί σε απώλεια του ελέγχου των κινήσεων του σώματος. Στοιχείο που επιβεβαιώνει την παραπάνω θεωρεία αποτελεί το γεγονός ότι και οι δύο διαταραχές αντιδρούν θετικά σε φάρμακα τα οποία προάγουν τη ντοπαμινική δράση στον εγκέφαλο.
Άτομα με σύνδρομο ανήσυχου ποδιού πρέπει να εξετάζονται για διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και το αντίστροφο αναφέρει ο Wagner . Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται καλύτερη διάγνωση και θεραπεία και των δύο. Ο κίνδυνος για τις δύο διαταραχές αυξάνονται όταν υπάρχει αντίστοιχο οικογενειακό ιστορικό.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Τα μέλη της ανώτερης τάξης δυσκολεύονται να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων




Τα μέλη της ανώτερης τάξης έχουν περισσότερες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια και καλύτερες εργασιακές προοπτικές σε σύγκριση με τα μέλη της κατώτερης τάξης. Αυτό δε σημαίνει ότι διαθέτουν καλύτερες δεξιότητες σε όλους τους τομείς. Μία νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Psychological Science που εκδίδεται από τον αμερικάνικό σύλλογο για την ψυχολογική επιστήμη, βρίσκει ότι τα μέλη της κατώτερης τάξης μπορούν καλύτερα να ανιχνεύουν τα συναισθήματα των άλλων.
Οι ερευνητές εμπνεύστηκαν από την ιδέα ότι για τα μέλη της κατώτερης τάξης η επιτυχία εξαρτάται από την ικανότητά τους να στηρίζονται στους άλλους. Επί παραδείγματι, για εκείνους που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τη φύλαξη των παιδιών τους είναι κρίσιμο να βασιστούν στη βοήθεια φίλων και συγγενών για αυτή την υπηρεσία. Ο Michael W. Kraus του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο, ο Stéphane Côté του Πανεπιστημίου του Τορόντο και ο Dacher Keltner του Πανεπιστημίου του Berkeley συνέγραψαν την έρευνα.
Στο πείραμα συμμετείχαν εθελοντές που εργάζονταν σε ένα πανεπιστήμιο. Κάποιοι είχαν ολοκληρώσει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και κάποιοι όχι. Το μορφωτικό επίπεδο χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την κατάταξη στην ανώτερη ή κατώτερη τάξη. Οι συμμετέχοντες εξετάστηκαν σε μία δοκιμασία συναισθηματικής αντίληψης, κατά την οποία τους ζητήθηκε να αναγνωρίσουν συναισθήματα από φωτογραφίες προσώπων που τους επιδείχθηκαν. Τα άτομα με μεγαλύτερη μόρφωση πέτυχαν μικρότερα σκορ από εκείνα με μικρότερη μόρφωση. Σε άλλο πείραμα της έρευνας φοιτητές που ήσαν μέλη της ανώτερης τάξης (σύμφωνα με τις απαντήσεις τους σε ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς) δυσκολεύτηκαν περισσότερο να εντοπίσουν τα συναισθήματα ατόμου που συμμετείχε σε ομαδική συνέντευξη επιλογής προσωπικού το οποίο τους παρουσιάστηκε σε βίντεο.
Αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης παρουσιάζουν φτωχά αποτελέσματα στην αναγνώριση των συναισθημάτων άλλων ανθρώπων. Οι ερευνητές ερμηνεύουν τα ευρήματα αυτά ως εξής : θεωρούν ότι τα μέλη της ανώτερης τάξης διευθετούν τα καθημερινά τους ζητήματα χωρίς να χρειάζονται την υποστήριξη άλλων ατόμων. Δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από άτομα του περιβάλλοντός τους και κατά συνέπεια η αποκωδικοποίηση των συναισθημάτων των άλλων δεν αποτελεί κρίσιμη ανάγκη. Αντίθετα τα μέλη της κατώτερης τάξης διαρκώς εξασκούνται στην ανάγνωση των συναισθημάτων των άλλων. Μπορεί να πρόκειται για άτομα τα οποία τους υποστηρίζουν ή άτομα από τα οποία εξαρτώνται, όπως προϊστάμενοι ή εργαζόμενοι στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Η θετική απόκριση στα αιτήματά τους είναι ζωτική και επιδιώκεται μέσα από την διαρκή προσαρμογή της συμπεριφοράς τους.
Σε ένα τελευταίο πείραμα βρέθηκε ότι, όταν στα μέλη της ανώτερης τάξης χρησιμοποιείται χειρισμός για να νομίσουν ότι βρίσκονται σε κατώτερη θέση, τότε αυτά βελτιώνονται στην ικανότητά τους να αποκωδικοποιούν τις εκφράσεις των συναισθημάτων. Αυτό σύμφωνα με τον Kraus δείχνει ότι οι παραπάνω ικανότητες δεν είναι εγγενείς στον καθένα αλλά είναι το πολιτισμικό πλαίσιο που οδηγεί σε αυτές τις διαφοροποιήσεις.
Η ερευνητική αυτή προσπάθεια καταδεικνύει ότι τα στερεότυπα για τις κοινωνικές τάξεις είναι λανθασμένα. Τα μέλη των κατώτερων τάξεων παρουσιάζονται πιο ικανά τουλάχιστον σε κάποιους τομείς. Η διαφορά εδράζεται στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το άτομο ζει και δραστηριοποιείται.