Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Σύμφωνα με έρευνα οι διαφορές φύλου στις επιδόσεις σε διαγωνίσματα φυσικής μειώνονται με τη χρήση απλών γραπτών ασκήσεων ευαισθητοποίησης










Οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στα εισαγωγικά μαθήματα φυσικής στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Επίσης κατά μέσο όρο παρουσιάζουν φτωχότερες επιδόσεις στις εξετάσεις των μαθημάτων αυτών. Μία νέα έρευνα αποδίδει την ανάδυση αυτών των διαφορών πρωταρχικά σε διαφορετική προετοιμασία πριν από το πανεπιστήμιο και σε ψυχολογικούς παράγοντες όχι όμως σε διαφορά στα επίπεδα ικανότητας.
Οι επιπτώσεις αυτών των παραγόντων μπορούν να αρθούν με τη χρήση σύντομων γραπτών ασκήσεων
που επικεντρώνονται σε σημαντικές αξίες ,όπως η οικογένεια και οι φίλοι, η μάθηση ακόμη και η μουσική. Αυτές οι απλές γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης αξιών γενικά ανέβασαν το βαθμό των γυναικών από Γ σε B σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.
Τα κείμενα των γραπτών ασκήσεων στόχο είχαν να απαλλάξουν τις γυναίκες από το βάρος, που φέρουν τα αρνητικά στερεότυπα για τις γυναίκες στις θετικές επιστήμες. Επιπλέον οι επιπτώσεις των παραπάνω ασκήσεων υπήρξαν πιο ευδιάκριτες ανάμεσα σε εκείνες τις γυναίκες, που έτειναν να πιστεύουν στο στερεότυπο ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι από τις γυναίκες στη φυσική. Τα παραπάνω αποτελούν τα κεντρικά ευρήματα έρευνας που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση «Science».
Ο Akira Miyake, καθηγητής ψυχολογίας και νευροεπιστημών και κύριος ερευνητής στην έρευνα της επιθεώρησης “Science” ανέφερε ότι απλά δεν αναμένονταν τέτοιου είδους ευρήματα. Οι γυναίκες, που συμμετείχαν στην έρευνα ήσαν όλες προπτυχιακές φοιτήτριες σε γνωστικά αντικείμενα φυσικών επιστημών, τεχνολογικών επιστημών, μηχανικής και μαθηματικών. Εξαρχής ενδιαφέρονται για αυτά τα θέματα και διαθέτουν το κίνητρο για να επιτύχουν στις εξετάσεις, αλλά είναι εντυπωσιακή η επίδραση των παραπάνω ασκήσεων στις επιδόσεις τους.
Η Tiffany Ito, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας και νευρεπιστημών και μέλος της ερευνητικής ομάδας, σημειώνει ότι η κοινή προσδοκία ότι οι άνδρες τα καταφέρνουν καλύτερα από ό,τι οι γυναίκες στη φυσική συνιστά απειλή ταυτότητας η οποία δύναται να υπονομεύσει την προσπάθεια των γυναικών να επιτύχουν το πλήρες των δυνατοτήτων τους. Οι γυναίκες έχουν επίγνωση του στερεοτύπου και ενδεχομένως ανησυχούν ότι οι επιδόσεις τους σε ένα μάθημα φυσικής θα επιβεβαιώσουν το στερεότυπο. Το γεγονός αυτό προκαλεί στρες και άγχος, αναφέρει ο Miyake. Το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο ιδίως κοντά στην περίοδο των εξετάσεων, όταν το διακύβευμα είναι μεγάλο και οι γυναίκες γνωρίζουν ότι αξιολογούνται. Το άγχος ενδέχεται να αποσπά τις γυναίκες από την επικέντρωση στην μελέτη της εξεταστέας ύλης.
Οι γυναίκες οι οποίες μάλιστα αποτελούν μειοψηφία των φοιτητών φυσικής, επηρεάζονται επίσης από εξωτερικές ενδείξεις, συνεχίζει η Ito. Μέσα σε τάξεις που επικρατούν αριθμητικά οι άνδρες οι γυναίκες συχνά αναρωτιούνται αν οι συμφοιτητές τους υιοθετούν το στερεότυπο και τις θεωρούν λιγότερο ικανές από τους ίδιους.
Παρόλα αυτά η έρευνα δείχνει ότι όταν θωρακίζουμε την αυτοεκτίμηση των ατόμων τα προφυλάσσουμε κι από άλλες απειλές. Αναφέρει η Ito.
Ο Geoffrey Cohen , μέλος της συγγραφικής ομάδας της έρευνας, έχει μελετήσει το φαινόμενο σε μέλη εθνοτικών μειονοτήτων σε τάξεις σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο Cohen, σήμερα καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Stanford, υποστηρίζει ότι οι γραπτές ασκήσεις επιβεβαίωσης μπορεί να λειτουργούν ιδιαίτερα ενισχυτικά. Όπως εξηγεί, οι ασκήσεις ενδέχεται να πυροδοτούν σκέψεις για τις προτεραιότητες στη ζωή και την εσωτερική ενεργοποίηση. Τα παραπάνω δρουν λυτρωτικά σε αγχογόνες καταστάσεις.
Οι φυσικοί επισημαίνουν ακόμη ότι η έρευνα αν και μείωσε δεν εξάλειψε εντελώς τις διαφορές επίδοσης ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι γυναίκες σε γενικές γραμμές εισέρχονται στα πανεπιστήμια λιγότερο προετοιμασμένες από τους άνδρες.
Η Lauren Kost-Smith, μέλος της ερευνητικής ομάδας και μεταπτυχιακή φοιτήτρια φυσικής, που τιμήθηκε με βραβείο για εξαιρετικές επιδόσεις στις φυσικές επιστήμες έχει εκπονήσει έρευνες για το χάσμα επιδόσεων ανάμεσα στα φύλα στις φυσικές επιστήμες. Σημείωσε ότι οι γυναίκες παρουσιάζουν συνεχή υστέρηση στις επιδόσεις τους για τα πρώτα τρία έτη των σπουδών τους. Όμως οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να ερμηνευτούν μόνο με την ελλιπέστερη προετοιμασία πριν το πανεπιστήμιο.
Οι φοιτητές που καλούνταν να συντάξουν κείμενα που επιβεβαίωναν τις αξίες τους καλούνταν να συνθέσουν τα κείμενά τους χρησιμοποιώντας μία λίστα από δώδεκα αξίες που τους είχε δοθεί από τους ερευνητές από την οποία επέλεγαν τις πιο σημαντικές αξίες για να αναπτύξουν το κείμενό τους . Κάποιοι από τους συμμετέχοντες καλούνταν να επιλέξουν από τη λίστα τις λιγότερο σημαντικές αξίες για αυτούς και να συντάξουν το ένα κείμενο που να δικαιολογεί γιατί αυτές οι αξίες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές για κάποιους άλλους.
Με αυτόν τον τρόπο και οι δύο ομάδες απασχολήθηκαν γράφοντας για αξίες και τη σημασία τους, όμως απαιτείτο προσωπική εμπλοκή για τη μία μόνο ομάδα, αναφέρουν οι ερευνητές. Επιπρόσθετα μετρήθηκε κατά πόσο κάθε συμμετέχοντας στην έρευνα υιοθετούσε τα στερεότυπα για μεγαλύτερες ικανότητες των ανδρών στη φυσική. Δηλαδή στην αρχή του εξαμήνου τους ζητήθηκε να απαντήσουν κατά πόσο συμφωνούν με τη δήλωση: «Σύμφωνα με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις, προσδοκώ ότι οι άνδρες θα είναι καλύτεροι στη φυσική από ό,τι οι γυναίκες».
Ανάμεσα στις γυναίκες εκείνες που υιοθετούσαν ισχυρά το στερεότυπο, όσες κλήθηκαν να γράψουν για τις αξίες που τις αφορούσαν περισσότερο πέτυχαν αργότερα καλύτερους βαθμούς και επέδειξαν βαθύτερη κατανόηση της φυσικής, από ό,τι οι γυναίκες εκείνες που κλήθηκαν να συντάξουν κείμενα για αξίες που δεν τις αφορούσαν. Αναφορικά με τους άντρες οι ασκήσεις δεν επηρέασαν τους βαθμούς και την κατανόηση της φυσικής. Ο Steven Pollock, καθηγητής της φυσικής σημείωσε ότι η έρευνα αποτελεί ένα μικρό κομμάτι του προβλήματος της επικράτησης των ανδρών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες. Ο Noah Finkelstein μέλος της ερευνητικής ομάδας αν και συμφωνεί, θεωρεί ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι συναρπαστικά και απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Δίνουν ελπίδες για την άμβλυνση του φαινομένου της μικρότερης προσέλκυσης γυναικών στις φυσικές και τεχνικές επιστήμες.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Η «Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία» αναδεικνύεται πιο αποτελεσματική για ασθενείς με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας

Ερευνητές από το νοσοκομείο Όρος Σινά ανακάλυψαν ότι η Μεταγνωστική Ψυχοθεραπεία, μία προσέγγιση στην οποία εφαρμόζονται οι αρχές της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας στην μάθηση δεξιοτήτων, βοηθά στη βελτίωση των συμπτωμάτων της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, περισσότερο από την απλή συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης.
Η Mary Solanto αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα ψυχιατρικής και διευθύντρια του Κέντρου Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής του νοσοκομείου Σινά εξέτασε την αποτελεσματικότητα μίας θεραπευτικής ομάδας δώδεκα εβδομάδων μεταγνωστικής κατεύθυνσης. Η παρέμβαση στόχο είχε να βελτιώσει τη διαχείριση χρόνου, την οργανωτικότητα και τις δεξιότητες σχεδιασμού σε ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής.
Μελετήθηκαν ενήλικες με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, οι οποίοι εντάχθηκαν τυχαία σε δύο ερευνητικές ομάδες. Στη μία εφαρμόστηκε μεταγνωστική θεραπεία και στην άλλη υποστηρικτική θεραπεία. Αυτή είναι η πρώτη φορά που καταδείχθηκε αποτελεσματικότητα μίας μη φαρμακολογικής θεραπείας για το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής ενηλίκων σε έρευνα που αντιπαρέβαλε μία θεραπευτική προσέγγιση με ομάδα ελέγχου. Η ομάδα ελέγχου λάμβανε θεραπευτικό χρόνο, προσοχή και υποστήριξη ίδιας κλίμακας.

Στην έρευνα μελετήθηκαν 88 υποκείμενα, στα οποία είχε διαγνωσθεί με αυστηρά κλινικά κριτήρια σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν μέσα από δομημένες διαγνωστικές συνεντεύξεις και τυποποιημένα ερωτηματολόγια. Αξιολογήθηκαν από έναν ανεξάρτητο κλινικό επιστήμονα μέσω μίας τυποποιημένης συνέντευξης για τα κύρια συμπτώματα ελλειμματικής προσοχής. Υπήρξε επικέντρωση σε μία υποκατηγορία συμπτωμάτων, που σχετίζονται με αδυναμίες στη διαχείριση του χρόνου και στις ικανότητες οργάνωσης. Μετά από 12 εβδομάδες τα άτομα της ομάδας, που δέχθηκε μεταγνωστική θεραπεία εμφανίστηκαν σημαντικά πιο βελτιωμένα από εκείνα που συμμετείχαν στην ομάδα ελέγχου, όπου δηλαδή είχαν δεχθεί μόνο υποστηρικτική θεραπεία.
Η μεταγνωστική θεραπεία αποτελεί μία σύγχρονη ψυχοθεραπευτική τεχνική που αναπτύχθηκε από τους ψυχολόγους Wells and Mathews τη δεκαετία του 1990. Αρχικά εφαρμόστηκε στη διαταραχή γενικευμένου άγχους αλλά σταδιακά εξελίχθηκε σε μία γενική θεραπευτική πρακτική.
Μιλώντας για μεταγνωστικές λειτουργίες αναφερόμαστε στις όψεις εκείνες των γνωστικών διεργασιών, που αναφέρονται στην ικανότητα του ανθρώπινου νου να αναστοχάζεται πάνω στην ίδια του τη γνώση. Παραδείγματα αυθόρμητων και καθημερινών μεταγνωστικών διεργασιών έχουμε, όταν αδυνατούμε να ανακαλέσουμε κάτι στη μνήμη μας, παρόλο που είμαστε βέβαιοι ότι αυτό υπάρχει αποθηκευμένο. Οι μεταγνωστικές διεργασίες λαμβάνουν χώρα και μετά την εγκατάλειψη της προσπάθειας να ανακαλέσουμε το στοιχείο στη μνήμη μας, με αποτέλεσμα το όχι σπάνιο φαινόμενο αυτό να αναδυθεί αυθόρμητα, ώρες ή μέρες μετά από τη συνειδητή μας προσπάθεια.
Όπως σε όλες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις γνωστικού προσανατολισμού αναγνωρίζεται και εδώ ότι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως το άγχος και η κατάθλιψη οδηγούν σε δυσλειτουργικούς τρόπους σκέψης. Υπάρχει ένα διακριτό μοτίβο σκέψης που περιλαμβάνει ανησυχία, αυτομομφή, υπερβολική επικέντρωση στις απειλές της ζωής. Οι συμπεριφορές, που υιοθετεί το άτομο για να κατευνάσει τα παραπάνω τις περισσότερες φορές αδυνατούν να λύσουν το πρόβλημα και αντίθετα το διαιωνίζουν.
Μέσα από τη χρήση μεταγνωστικών τεχνικών, γίνεται προσπάθεια να αναδιοργανωθούν αυτά τα πρότυπα σκέψης προς πιο λειτουργικούς τρόπους οργάνωσης. Την θεραπευτική προσέγγιση στηρίζουν ερευνητικά ευρήματα για ψυχοπαθολογικές καταστάσεις όπως η διαταραχή γενικευμένου άγχους, το σύνδρομο μετατραυματικού στρες, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η κοινωνική φοβία και η τη σχετιζόμενη με την υγεία διαταραχή άγχους.